διαφυράω
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
διαφῡράω: μέλλ. -άσω, διαμάττω Ἡσύχ.· μεταφ., συγχέω, ἀναμιγνύω, Ἐπιφάν. 1, σ. 964.
Spanish (DGE)
1 mezclar con agua διαφυρᾶν τὰ ἄλφιτα πρὸς τὸ ποιῆσαι μάζας Hsch.s.u. διαμάττειν, en v. pas. Sch.Ar.Eq.1105c
•con saliva masticar Dsc.Ther.2.
2 empapar κροκύδα διαφυράσας ... οὕτω σμῆχε τοὺς τόπους Asclep. en Aët.8.42.
German (Pape)
[ῡ], durchkneten, Hesych.