δολιχός

From LSJ
Revision as of 06:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολῐχός Medium diacritics: δολιχός Low diacritics: δολιχός Capitals: ΔΟΛΙΧΟΣ
Transliteration A: dolichós Transliteration B: dolichos Transliteration C: dolichos Beta Code: dolixo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A long, ἔγχεα, δόρυ, Il.4.533, al.; also of Time, νύξ, νοῦσος, Od.23.243, 11.172; δολιχόν, as Adv., Il.10.52; σχελίδες Archipp.11.3 (lyr.); ἐλάται A.R.1.914; πρυμνήσια AP10.4 (Marc.Arg.); some phrases, as δ. πλόος, δ. ὁδός, unite both senses, Od.3.169, 4.393. (Cf. Skt. dīrghas 'long'.)

German (Pape)

[Seite 654] lang, poet., Ap. Lex. Hom. p. 60. 2 Δολιχόν· μακρόν; vom Raume: ἔγχος, δόρυ, Il. 4, 533. 13, 162, sp. D.; von der Zeit: νύξ, νόσος, Od. 23, 243. 11, 172; πλόος, ὁδός, Od. 3, 169. 4, 393, δολιχῆς τέρμα κελεύθου Aesch. Prom. 284, wobei man an Raum und Zeit denken kann. – Adv. δολιχόν, Il. 10, 52; vgl. Plat. Prot. 329 a.

Greek (Liddell-Scott)

δολῐχός: -ή, -όν, μακρός, ἔγχεα, δόρυ, Ἰλ. Δ. 533 κ. ἀλλ.· ὡσαύτως ἐπὶ χρόνου, νόσος, νὺξ Ὀδ. Ψ. 243, Λ. 172· καὶ οὕτω δολιχόν, ὡς ἐπίρρ., Ἰλ. Κ. 52, Πλάτ. Πρωτ. 329Α· - φράσεις τινές, ὡς δολιχὸς πλόος, δολιχὴ ὁδός, ἑνοῦσιν ἀμφοτέρας τὰς σημασίας, Ὀδ. Γ. 169, Δ. 393. (Πρβλ. ἐνδελεχής, Δουλίχιον (Μακρονῆσι)· Σανσκρ. dîrgh-as, Zενδ. darĕgh-as (longus)· Σλαυ. dlug-u· περὶ τοῦ Λατ. longus, ἴδε λογγάζω).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
long ; adv. • δολιχόν, longuement.
Étymologie: DELG vieux terme i.-e. pour « long », que l’on retrouve dans plus. langues : skr. dirgha-, vsl. dlugu.

English (Autenrieth)

long, both of space and time, δόρυ, ὁδός, νοῦσος, νύξ, Od. 23.243; adv., δολιχόν, Il. 10.52.

Spanish (DGE)

(δολῐχός) -ή, -όν

• Alolema(s): δολίχ- Il.4.533, 7.255, Hes.Th.186

• Morfología: [gen. -οῖο Q.S.6.122; plu. dat. masc. δολιχοῖσι Opp.H.1.246; δολιχοῖσιν Triph.253, fem. δολιχῇσιν A.R.1.914]
1 sent. espacial largo, alargado δολίχ' ἔγχεα Il.ll.cc., Hes.l.c., δόρυ Il.13.162, 15.474, cf. Nonn.D.23.53, αἱ δολιχαί τε κάπρου φλογίδες y los largos filetes de jabalí Archipp.10.4, φάλαγγες Q.S.2.215, cf. 11.114, de naves o partes de las mismas ἐλάται A.R.l.c., πρυμνήσια AP 10.4 (Marc.Arg.), ναῦς Orph.A.122, Q.S.12.182, de las cañas de pesca, Opp.H.3.74, κόμη Nonn.D.21.69, de anim. ὄφεις Orph.L.340, σῶμα ... δολιχώτατον οὖας de la liebre, Opp.C.3.505, αὐχήν Arat.211, de distintos accidentes geog. νῆσος Orph.A.714, ἄκρη de un cabo, A.R.1.568, αἰγιαλοί Opp.l.c., αὐχήν de un istmo, Orph.A.745, κολῶναι Q.S.12.126
de un río de largo curso Q.S.6.122
de un abismo profundo Triph.l.c.
largo, extenso δολιχὰς θῖνας (Λιβύης) Call.Fr.602, δολιχῆς τε πόροι ἁλός A.R.1.21, δ. δρόμος Ἀμφιτρίτης Opp.H.1.619.
2 en sent. temp. largo, prolongado, duradero νύξ Od.23.243, cf. Orph.A.121, νοῦσος Od.11.172, SEG 32.1068 (Setia II d.C.), χρόνος B.18.45, Orác. en Theos.Tub.24, Nonn.D.47.472, en plu. δολιχοῖσιν ἀμαυρωθεῖσα χρόνοις Orác. en Porph.Fr.322, δολιχὸν ἀποτείνουσι τὸν λόγον Gal.11.461, ὥρη Nonn.D.7.284, κάματοι AP 6.65 (Paul.Sil.), ἐλπίδες AP 10.70 (Maced.), en ambos sent., espacial y temp. πλόος Od.3.169, Colluth.226, ὁδός Od.4.393, 483, Pi.Fr.70d.18, κέλευθος A.Pr.284, B.18.16, Orph.L.563, ἀταρπιτός Orph.L.580, cf. Satyr.Vit.Eur.41.2
neutr. sg. como adv. durante largo tiempo μελησέμεν Ἀργείοισι δηθά τε καὶ δ. preocupar a los aqueos de forma larga y duradera, Il.10.52.
3 ref. a la cantidad abundante δ. πέπερι Androm.120.

• Etimología: De *d°lH°gh-, cf. ai. dīrghá-, av. darəγa-; en het. daluga-, aesl. dlŭgŭ el vocalismo u se debe al influjo de la -g- siguiente.

Greek Monolingual

δολιχός, -ή, -όν (AM)
1. μακρύς, επιμήκης
2. αυτός που διαρκεί πολύ χρόνο, μακροχρόνιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος ΙΕ τ. με σημασία «μακρύς», που εμφανίζει δισύλλαβη ρίζα doligh- και συνδέεται τόσο με μονοσύλλαβα όσο και με δισύλλαβα μορφήματα άλλων γλωσσών (πρβλ. αρχ. ινδ. dīrgha-, αβ. dar∂ya-, αρχ. σλαβ. dlůgů, χεττ. dalug-) στα οποία απαντούν διάφορες μεταπτωτικές βαθμίδες της ρίζας del- «μακρύς». Δισύλλαβη ρίζα εμφανίζεται επίσης και στο β' συνθετικό του τ. εν-δελεχής, το οποίο προέρχεται πιθ. από δέλεχος (πρβλ. γένεσις)].