ἐγκαλινδέομαι
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
A roll about in, τῇσι ψάμμοισι Aret. CD1.2: metaph., πολλῇσι συμφορῇσι Hp. Ep. 17; ταραχαῖς καὶ κινδύνοις Agath.4.27; wallow in, ταῖς λιχνείαις Ath.6.262b, cf. Them. Or. 29.346b.
German (Pape)
[Seite 704] sich worin herumwälzen; ψάμμοισι Aret.; übertr., λιχνείαις, sich in Lüften herumwälzen, Ath. VI, 262 b; sich fortwährend mit Etwas beschäftigen, Themist. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκᾰλινδέομαι: παθ. περικυλινδοῦμαι εἴς τι, τῇ ψάμμῳ Ἀρεταῖος Ὀξέων Νούσ. Θεραπευτ. 1. 2· ἀσχολοῦμαι ἐν, ταῖς λιχνείαις Ἀθήν. 262Α.
Spanish (DGE)
1 dar vueltas, moverse, fig. vivir entre c. dat. τῇσι ψάμμοισι Aret.CD 1.2.18, τὸ τῶν δούλων γένος ... τοσαύταις ἐγκαλινδούμενον λιχνείαις Ath.262b, οἱ ταῖς ἀσελγέσι ἐγκαλινδηθέντες εὐναῖς Basil.M.31.548C, ταραχαῖς τε καὶ κινδύνοις ἐγκαλινδούμενος Agath.4.27.6, καὶ κώμοις καὶ μέθαις ἐγκαλινδοῦμαι voy de fiesta en fiesta y de borrachera en borrachera Lib.Decl.12.36, καθάπερ τις σκώληξ ἐγκαλινδούμενος βορβόρῳ Chrys.M.58.624, cf. 564, ταῖς τοῦ βίου μερίμναις Lex.Vind.85.3.
2 dar vueltas, vagar ἄνω καὶ κάτω Them.Or.29.346b, cf. Hsch.