ἐγκοίτιος
From LSJ
Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you
English (LSJ)
ον,
A belonging to a bed, στρώματα EM255.44: ἐγκοίτιον, τό, = ἐγκοίμητρον, Hsch. s.v. ἐνευναίου.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκοίτιος: -α, -ον, πρὸς κοίτην χρήσιμος, «ἐγκοίτια στρώματα» Ζωναρ.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: graf. ἐγκυτ- Greg.Leg.Hom.M.86.609A, ἐνκυτ- PHarris 158re.2 (V/VI d.C.) en BL 9.102
del lecho, de la cama στρώματα Zonar.s.u. δέμνια, EM 255.44G.
•neutr. subst. τὸ ἐ. colcha, cobertor Hsch.s.u. ἐνευναίου, Sch.Od.14.51, οὐδὲ τὰ σκεύη οὐδὲ τὰ ἐνκύτια (sic) PHarris l.c.
•subst. ὁ, ἡ ἐ. prob. compañero, compañera de lecho, conyuge Greg.l.c.