προπετής

Revision as of 19:41, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_1)

English (LSJ)

ές, (προπίπτω)

   A falling or slipping down in bed, εἰ π. γένοιτο Hp.Prog.3; π. ἐπὶ πόδας Id.Coac.487; π. ἂν ἐγίνετο ἡ βάδισις out of control, Arist.IA712a29, cf. Diocl.Fr. 142.    2 inclined forward, κεφαλὴ τοῦ βραχίονος π. ἐς τοὔμπροσθεν Hp.Art.1; -έστεραι γένυες more prominent, ib.31; ὁ μὲν αὐχὴν . . μὴ π. πεφύκοι X.Eq.1.8; sloping, of shoulders, Gal.1.623; stooping, μὴ ὀρθὸς ἀλλὰ μικρῷ -έστερος Arist.Phgn.807b31.    3 thrown away, κεῖται προπετές [τὸ κάταγμα] S.Tr.701.    4 drooping, at the point of death, ζῇ γὰρ π. ib.976 (anap.); ἡ π. Μοῖρα untimely, IG 5(1).1355 (Messenia, ii A. D.).    5 prominent, of the eyes, Poll.1.189, Philum. ap. Orib.Syn.8.10, Alex.Aphr.Pr.2.22; γνάθοι, ὀφρῦς, Poll.4.68,134.    II metaph.,    1 being upon the point of, πολιὰς ἐπὶ χαίτας π. E.Alc.909 (lyr.); τύμβου π. παρθένος Id.Hec. 150 (anap.).    2 ready for, prone to a thing, ἐπί or εἴς τι, X.HG2.3.15, 6.5.24; πρὸς τὰς ἡδονάς Pl.Lg.792d: c. inf., -έστατος μεταστῆσαι X.HG2.3.30.    3 headlong, π. ἄγειν τὸν ἀκροατήν Arist.Rh.1409b31.    4 precipitate, rash, reckless, π. σώματος ἡδοναί Aeschin.1.191; π. γέλως uncontrolled laughter, Isoc.1.15; εἴ τι -έστερον ἔπραττον Hyp. Dem.Fr.6, cf. Men.Pk.441; ἡ π. ἀκρασία Arist.EN1150b26; π. βίος Men.382; π. γλῶσσα Alciphr.3.57; of a lot, drawn at random, Pi. N.6.63.    b of persons, οἱ θρασεῖς προπετεῖς Arist.EN1116a7; τὰ θήλεα . . [τῶν ἀρρένων] -έστερα Id.HA608b1; μανικὸς καὶ π. ἐπὶ τῶν κινδύνων Theopomp. Hist.268; οἱ π. Arr.Epict.4.13.5; οἱ γλώσσῃ προπετεῖς APl.4.89 (Gall.); τὸ π., = προπέτεια, opp. τὸ σεμνόν, Hp.Medic. 1.    5 ἁρμονίαι π. flowing rhythms, D.H.Dem.40.    6 Medic., subject to diarrhoea, Ath.13.584d (Comp.).    III Adv. -τῶς headlong, out of control, π. εἰς τὸ κάταντες φέρεσθαι X.Eq.8.8.    2 metaph., headlong, hastily, π. φέρεσθαι εἰς τὴν τυραννίδα Id Hier.7.2; προπετέως ταχυγλωσσότεροι Hp.Epid.4.45; ἐπερέσθαι π. X.Cyr.1.3.8, cf. Mem. Epit.306; ἀποκρίνεσθαι, ἀποφαίνεσθαι, etc., Pl.Phlb.45a, Isoc.12.272, etc.; π. ἔχειν to be rash, X.Cyr.1.4.4 (v.l.); μηδὲν . . πράξῃς π. Men. 574; prematurely, AP5.144 (Asclep.); -έστερον χρῆσθαι ταῖς προνομαῖς Plb.3.102.11.

German (Pape)

[Seite 739] ές, vornüber fallend, vorwärts geneigt, hingestreckt, κεῖται, Soph. Trach. 698. 972. – Uebertr., voreilig, vorschnell, keck; κλᾶρος, Pind. N. 6, 65; οἱ γλώσσῃ προπετεῖς, Gall. 2 (Plan. 89); γέλως, Isocr. 1, 15; vgl. προπετεῖς τοῦ σώματος ἡδοναί, Aesch. 1, 191; u. so adv., μὴ προπετῶς ἀποκρινόμενοι πταίσωμεν, Plat. Phil. 45 a, προπετῶς χρῆσθαι αὐτῇ, Dem. 59, 33; vgl. Xen. Cyr. 1, 3, 8, Sp., wie Pol., οὐδὲν προπετὲς οὐδὲ ἄκριτον 5, 12, 7, προπετέστερον ἐχρῶντο ταῖς προνομαῖς 3, 102, 11; – bereit wozu, nahe daran, τύμβου προπετῆ παρθένον, Eur. Hec. 152; πολιὰς ἐπὶ χαίτας προπετὴς ὤν, Alc. 913; übertr., geneigt wozu, πρὸς τὰς ἡδονάς, Plat. Legg. VII, 792 d; u. so adv., προπετῶς ἔχειν Xen. Cyr. 1, 4, 4, εἴς τι Hell. 6, 5, 24; – γαστέρα προπετεστέραν ἔχειν, zum Durchfall geneigt sein, Ath. XIII, 584 d.