ἔνθους

Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

English (LSJ)

ουν, contr. for ἔνθεος (q. v.).

German (Pape)

[Seite 842] zsgz. = ἔνθεος, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνθους: -ουν, σηνῃρ. ἀντὶ ἔνθεος, ὃ ἴδε.

Spanish (DGE)

v. ἔνθεος.

Greek Monolingual

-oυv (AM ἔνθους, -ουν)
συνηρ. τ. του ένθεος, συνηθέστ. στη νέα Ελληνική με τη σημ. ενθουσιασμένος, ενθουσιώδης, γεμάτος ενθουσιασμό.