ἐξαιτιολογέω
From LSJ
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
English (LSJ)
A explain fully, τὸ ὅθεν ὁ φόβος ἐγίνετο ἐ. Epicur.Ep.1p.31U.
German (Pape)
[Seite 865] den Grund aufsuchen u. angeben, D. L. 10, 82.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαιτιολογέω: αἰτιολογῶ, Διογ. Λ. 10. 82.
Spanish (DGE)
averiguar, indagar la causa de τὸ ὅθεν ... ὁ φόβος ἐγίνετο ἐξαιτιολογήσομεν ὀρθῶς καὶ ἀπολύσομεν Epicur.Ep.[2] 82.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαιτιολογέω: разыскивать, исследовать причины Diog. L.