Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Full diacritics: πρωτόκαρπος | Medium diacritics: πρωτόκαρπος | Low diacritics: πρωτόκαρπος | Capitals: ΠΡΩΤΟΚΑΡΠΟΣ |
Transliteration A: prōtókarpos | Transliteration B: prōtokarpos | Transliteration C: protokarpos | Beta Code: prwto/karpos |
ον,
A yielding the first harvest, Ἀτθίς Limen.12.
-ον, Α
αυτός που αποφέρει τους πρώτους καρπούς του, που δίνει την πρώτη του σοδειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + καρπός].