σεμνός
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
English (LSJ)
ή, όν, (σέβομαι)
A revered, august, holy: I prop. of gods, e.g. Demeter, h.Cer.1,486; Hecate, Pi.P.3.79; Thetis, Id.N.5.25; Apollo, A.Th.800; Poseidon, S.OC55; Pallas Athena, ib.1090 (lyr.); at Athens the Erinyes were specially the σεμναὶ θεαί, Id.Aj.837, OC 90,458, Ar.Eq.1312, Th.224, Th.1.126, Autocl. ap. Arist.Rh.1398b26; or simply Σεμναί, A.Eu.383 (lyr.), 1041 (lyr.), E.Or.410; τὸ σ. ὄνομα their name, S.OC41; σ. βάθρον the threshold of their temple, ib.100; σ. τέλη their rites, ib. 1050 (lyr.). 2 of things divine, ὄργια σ. h.Cer.478, S.Tr.765; θέμεθλα δίκης Sol.4.14; ὑγίεια Simon.70; θυσία Pi.O.7.42; σ. ἄντρον the cave of Cheiron, Id.P.9.30, cf. O.5.18; σ. δόμος the temple of Apollo, Id.N.1.72; παιάν A.Pers.393; σέλμα σ. ἡμένων, of the Olympian gods, Id.Ag.183 (lyr.); σ. ἔργα, of the gods, Id.Supp.1037 (lyr.); μυστήρια S.Fr.804, E.Hipp.25; τέρμων οὐρανοῦ ib.746; σ. βίος devoted to the gods, Id.Ion 56; σεμνὰ φθέγγεσθαι, = εὔφημα, A.Ch.109 (v.l.), cf. Ar.Nu.315,364; ἦ πού τι σ. ἔστιν ὃ ξυναμπέχεις; A.Pr.521; τὸ σ. holiness, D.21.126. II of human or half-human beings, reverend, august, ἐν θρόνῳ σεμνῷ σεμνὸν θωκέοντα Hdt.2.173, cf. A.Ch.975, E.Supp.384, al.; σ. θάλος Ἀλκαϊδᾶν Pi.O.6.68; τὸ σχῆμα σεμνὸς κοὐ ταπεινός E.Fr.688; αἱ φαυλότεραι . . παρὰ τὰς σεμνὰς καθεδοῦνται beside the great ladies, Ar.Ec.617, cf. Isoc.3.42; οἱ σεμνότατοι ἐν ταῖς πόλεσιν Pl.Phdr.257d; ἄνθρωπος οὐ σ., i.e. a nobody, Ar.Fr.52D.; opp. χαῦνος, Pl.Sph.227b (Comp.); opp. κομψός, X.Oec.8.19; σεμνὸς οὐ προσώπου συναγωγαῖς ἀλλὰ βίου κατασκευαῖς Isoc.9.44: c. dat., revered by . ., σ. πόλει Riv.Fil.57.379 (Crete); also, worthy of respect, honourable, 1 Ep.Ti.3.8, 11, Ep.Phil. 4.8. 2 of human things, august, stately, majestic, θᾶκοι A.Ag. 519; ἱμάτια Ar.Pl.940, cf. Ra.1061 (Comp.); ταφή X.HG3.3.1; πράγματα, ἔργα, Ar.V.1472, Isoc.12.213; σεμνοτέραν τὴν πόλιν ποιῆσαι Is.5.45; οἰκία τοῦ γείτονος οὐδὲν σεμνοτέρα D.3.26, cf. 29; ψεύδεσι [τοῦ Ὁμήρου] σ. ἔπεστί τι Pi.N.7.22; λεγόντων . . περὶ αὐτοῦ σ. λόγους Hdt.7.6; of Tragedy, Pl.Grg.502b; of style, Arist.Po.1458a21, cf.Rh. 1404b8 (Comp.); of certain metres, ib.1408b32; ἐπὶ τὸ σ. μιμεῖσθαι to imitate it in its noble qualities, Pl.Lg.814e; σ. τι λέγειν, πράσσειν, Id.R.382b, E.Tr.447; σεμνὰ ἄττα μεμαθηκότας Pl.Ep.342a; οὐδὲν σ. nothing very wonderful, Arist.EN1146a15; so τί ἂν εἴη τὸ σ. (sc. τοῦ νοῦ); Id.Metaph.1074b18; worthy of respect, E.IA996; σεμνόν ἐστι, c. inf., 'tis a noble, fine thing to... Pl.Cra.392a, Isoc.Ep.9.5. 3 metaph., σ. βρῶμα a noble dish, Aristopho 7, cf. Archestr.Fr.20; σ. ὀσμή Mnesim.4.60, etc. III in bad sense, proud, haughty, τὰ σέμν' ἔπη S.Aj.1107; σεμνότερος καὶ φοβερώτερος And.4.18; τὸ σ. haughty reserve, E.Hipp.93, cf. Med.216. 2 in contempt or irony, solemn, pompous, σ. καὶ ἅγιον Pl.Sph.249a; τί σεμνὸν καὶ πεφροντικὸς βλέπεις; look grave and solemn, E.Alc.773; τὸ σ. ἄγαν καὶ τραγικόν Arist.Rh.1406b7: very freq. in Com., ἀνελκτοῖς ὀφρύσι σεμνός Cratin. 355; ὡς σ. οὑπίτριπτος how grand the rascal is! Ar.Pl.275; ὡς σ. ὁ κατάρατος Id.Ra.178; λόγοι σ. Id.V.1175; σεμνὸς σεμνῶς χλανίδ' ἕλκων Ephipp.19. IV Adv. -νῶς A.Supp.193, E.Ion 1133, Ar.V.585, etc.; ὥσπερ κοχλίας σεμνῶς ἐπηρκὼς τὰς ὀφρῦς, of Plato, Amphis 13; σεμνῶς κεκοσμημένος X.Cyr.6.1.6, etc.; περὶ εὐτελῶν σ. λέγειν Arist.Rh.1408a13: Comp. -ότερον X.Mem.3.5.20: Sup. -ότατα Plb.15.31.7.
German (Pape)
[Seite 871] (σέβομαι), ehrwürdig, verehrt, heilig; ursprünglich nur von Göttern u. ihnen angehörigen, geweihten Dingen; H. h. 12, 1. 28, 5. 30, 16; Θέτις, Pind. N. 5, 25; Χάριτες, Ol. 14, 8; σεμνὰ θεός, P. 3, 79, die Rhea. – In Athen heißen vorzugsweise σεμναὶ θεαί euphemistisch die Eumeniden, Aesch. Eum. 361. 993 Soph. El. 112 Ai. 824, vgl. O. C. 90. 459; Eur. Or. 410; Thuc. 1, 126; vgl. Br. Ar. Th. 224 Jac. A. P. p. 961; nicht Demeter u. Kora, Mein. Men. p. 346. – Ἄντρον, von der Höhle des Cheiron, Pind. P. 9, 30, wie Ol. 5, 18 die Höhle, in welcher Zeus erzogen wurde; δόμος, Tempel des Zeus, N. 1, 72; vgl. Θεάριον, N. 3, 69; θυσία, Ol. 7, 42, u. öfter; Tragg.: ὁ σεμνὸς ἑβδομαγέτας ἄναξ Ἀπόλλων, Aesch. Spt. 782; Ποσειδῶν, Soph. O. C. 55; Ἀθάνα, 1092; ὄργια, Tr. 762, u. öfter; Ζεύς, Eur. I. T. 749, u. öfter μυστήρια, Hipp. 25; λόγοι, von Orakeln, Her. 7, 6. – Auch von Menschen und Sachen, ehrwürdig, παιᾶν' ἐφύμνουν σεμνόν, Aesch. Pers. 385; bes. von Herrschern, σεμνοὶ μὲν ἦσαν ἐν θρόνοις τόθ' ἥμενοι, Ch. 969; σεμνὸς προσίκτωρ, Eum. 419; σεμνῷ τυράννῳ Καδμείων, Eur. Suppl. 384; ἱμάτια, Ar. Plut. 940 Ran. 1059; σεμνόν τι περιτιθέναι τινί, schmücken, Xen. Cyr. 4, 5, 54; und adv., σεμνῶς κεκοσμημένος, prächtig, 6, 1, 6; auch σεμνῶς προεστάναι τινός, mit Würde, 8, 1, 43. – Auch tadelnd, vornehm thuend, prunkend, stolz, ὑπερήφανος, Phot.; τὰ σέμν' ἔπη κόλαζ' ἐκείνους, Soph. Ai. 1086; vgl. Eur. Hipp. 93 Med. 210; τί σεμνὸν καὶ πεφροντικὸς βλέπεις, Alc. 776; λόγοι, Ar. Vesp. 1174. – Plat. vrbdt σεμνὸν καὶ ἅγιον νοῦν, Soph. 249 a; ἡ σεμνὴ καὶ θαυμαστὴ ἡ τῆς τραγῳδίας ποίησις, Gorg. 502 a; οἱ μέγιστον δυνάμενοί τε καὶ σεμνότατοι ἐν ταῖς πόλεσιν, Phaedr. 257 d, u. sonst, gew. in gutem Sinne; u. adv., ἑαυτὸν δὴ λέγων μάλα σεμνῶς καὶ ἐγκωμιάζων, Phaedr. 258 a, vgl. Conv. 199 a; anständig, πορεύεσθαι, neben ἐλευθέρως, Rep. VIII, 563 c. Im Ggstz von ὁμιλητικός, Isocr. 1, 30, vgl. 2, 34; τὰ βασιλικώτατα καὶ σεμνότατα τῶν ἐκείνῳ πεπραγμένων, 4, 143; σεμνοτέραν τὴν πόλιν ποιεῖν ἀγάλμασι, Is. 5, 45; vgl. Dem. ἔνιοι τὰς ἰδίας οἰκίας τῶν δημοσίων οἰκοδομημάτων σεμνοτέρας εἰσὶ κατεσκευασμένοι, 3, 29, prachtvoller einrichten; tadelnd sagt er σὺ δὲ ὁ σεμνὸς ἀνὴρ καὶ διαπτύων τοὺς ἄλλους, 18, 258; σεμνῶς ὀνομάζειν, mit pomphaften Ausdrücken, ib. 35; Folgde; τὸ σεμνὸν καὶ θαυμάσιον τῆς προαιρέσεως, Pol. 16, 33, 4; σεμνοτάτην καὶ βελτίστην διάληψιν ἔχειν περί τινος, 2, 61, 8; κάλλιστα καὶ σεμνότατα προστῆναι τῆς βασιλείας, 15, 31, 2; ὅσα σεμνὰ καὶ θεῖα νομίζουσιν ἄνθρωποι, Luc. patr. enc. 1. – Selbst von Fischen, prächtig, kostbar, Archestr. bei Ath. VII, 298 c, wie σεμνὸν τὸ βρῶμα Aristopho ib. 303 b. – Σεμνὴ νόσος, der Aussatz, auch die Pest, Schol. Ap. Rh. 1, 1019.