σῆραγξ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
αγγος, ἡ (ὁ, Agath.5.6),
A cave hollowed out by water, hollow rock, S.Fr.549, Pl.Phd.110a, Arist.HA548a24, al.; of a lion's den, Theoc.25.223; of the sponge-like pores of the lungs, Pl.Ti.70c, Ps.-Democr. in Hp.Ep.23; of the bronchi, Ruf.Onom.159; medullary cavity of a bone, Antyll. ap. Orib.44.20.11. II = σανίδωμα used by σηλαγγεύς (q.v.), Agatharch.27. III v. σήραγγος.
German (Pape)
[Seite 876] αγγος, ἡ, Höhlung, Kluft, Ritze, bes. Felsenhöhle, Erdspalt, ausgehöhlte Klippen unter der Meeresfläche; auch übh. der Felsen; Soph. frg. 493 κρημνούς τε καὶ σήραγγας ἠδ' ἐπακτίας αὐλῶνας; Phot. erkl. ὕφαλος πέτρα, ῥήγματα ἔχουσα u. αἱ ὑπὸ γῆν ὑπομήκεις ἐκρήξεις, ἃς ὑποτρέχον τὸ ὕδωρ ζητεῖ διέξοδον; Plat. Phaed. 110 a vrbdt σήραγγες καὶ ἄμμος; Tim. 70 c σήραγγας ἐντὸς ἔχουσαν οἷον σπόγγου κατατετρημένας; τῶν πετριδίων, Arist. H. A. 5, 15. Vgl. noch Theocr. 25, 223 u. Hel. 2, 24.