σπάνις
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, gen. εως, dat. ει, Ion. ι:—
A scarcity, dearth, lack, τόλμης E.Or.942; ἀνδρῶν D.25.31; ὕδατος Arist.GA746b10, cf. LXX Ju.8.9; θηρίων Str.2.5.26; νεκύων AP9.53 (Nicod. or Bass.); οὐ σπάνις . . ἔχειν,= οὐ σπάνιον, there is no lack, no difficulty, in getting, E.IA1163; οὗ σ. ἀνδρὶ τυχεῖν which 'tis rare for a man to get, IG2.2753, cf. 3577: abs., dearth, τροφὰς ἐν τῇ μεγάλῃ σ. παρέσχε ib.3.687. II unsatisfied need, want, c. gen., ἐν σπάνι βύβλων Hdt.5.58; σ. σχεῖν τοῦ βίου poverty, S.OT1461; βίου E.Hec.12; ἢν δέ του σπάνιν τιν' ἴσχῃς S.OC506, cf. Pl.Lg.678d; σ. τῶν ἀναγκαίων Antipho 4.1.2; τῇ τῶν χρημάτων σ. Th.1.142; ἀργυρίου Lys.19.11; ἡ . . σ. πρόχειρος εἰς τὸ δρᾶν κακά want, poverty, Philem.157. 2 craving, defined as ἐπιθυμία ἀτελής, Stoic.3.97; ἐν σ. χρημάτων D.19.153, cf. Phld.Lib.p.45 O.
German (Pape)
[Seite 916] ἡ, von Sachen, Seltenheit, das in geringer Anzahl Vorhandensein, Mangel; ὥςτε μὴ σπάνιν ποτὲ σχεῖν τοῦ βίου, Soph. O. R. 1461; O. C. 507; βίου, Eur. Hec. 12; ἀγαθῶν, Rhes. 245; βύβλων, Her. 5, 58; Thuc. 7, 60; ἀργυρίου σπάνις ἐστὶν ἐν πόλει, Lys. 19, 11; νομῆς, Plat, Legg. III, 679 a; ἐν σπάνει χρημάτων καταστήσειν, Dem. 19, 153; Pol. u. Sp.