κρίνινος

From LSJ
Revision as of 06:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρίνῐνος Medium diacritics: κρίνινος Low diacritics: κρίνινος Capitals: ΚΡΙΝΙΝΟΣ
Transliteration A: kríninos Transliteration B: krininos Transliteration C: krininos Beta Code: kri/ninos

English (LSJ)

[ῐ], η, ον,

   A made of lilies, μύρον PMag.Lond.46.223 (iv A. D.); ἔλαιον Gal.11.872, PMag.Lond.121.631 (iii A. D.); κ., τό, PMag.Leid.W.9.13(ii/iii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

κρίνινος: -η, -ον, παρεσκευασμένος ἐκ κρίνων, μύρον Πολύβ. 31. 4, 2· ἔλαιον Γαλην. τ. 19, σ. 70, 14.

Spanish

de lirio, aceite de lirio

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κρίνινος, -ίνη, -ον) κρίνος
1. παρασκευασμένος από κρίνα
2. (το ουδ. ως ουσ. κατά παράλειψη της λ. μύρον) κρίνινον
μύρο από κρίνα.