Τιτάν
εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages
English (LSJ)
ᾶνος, ὁ; mostly pl. Τῑτᾶνες, Ep. and Ion. Τῑτῆνες, οἱ:—
A the Titans, Il.14.279, h.Ap.335, Hes.Th.630, al., Cratin. in PSI11. 1212.11,19, etc.; Τ. Προμηθεύς S.OC56, E.Ph.1122; of Atlas, dub. in A.Pr.427 (lyr.); of the Sun-god, Emp.38, cf. Ezek.Exag.217, Orph.A.512; of Apollo, IG12(5).893.1 (Tenos, dub. l.), 9(1).882.4 (Corc.), Schwyzer 649.8 (Balbilla). II τιτάν· παιδεραστής, Hsch. III a kind of comet, Heph.Astr.1.24 (Lyd.Ost.p.169). (Derived by Hes.Th.207 sqq. partly from τιταίνω (the Strivers), partly from the root of τίσις (Οὐρανὸς . . φάσκε δὲ τιταίνοντας ἀτασθαλίῃ μέγα ῥέξαι ἔργον, τοῖο δ' ἔπειτα τίσιν μετόπισθεν ἔσεσθαι); the latter derivation also in Orph.Fr.57, Plu.2.996c, Hsch., in modified form. Perh. really connected with τίταξ = βασιλεύς, and τιτήνη = βασιλίς in Hsch.)
Greek (Liddell-Scott)
Τῑτάν: ᾶνος, ὁ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ. Τιτᾶνες, Ἐπικ. καὶ Ἰων. Τιτῆνες, οἱ, δοτ. Τιτῆσι, Ἐπικ. Τιτήνεσσι· ― γένος θεῶν καθημένων ὑπὸ τὸν Τάρταρον, Ἰλ. Θ. 481 (ἔνθα μνημονεύονται δύο, ὁ Ἰαπετὸς καὶ ὁ Κρόνος), θεοὺς δ’ ὀνόμηνεν ἅπαντας τοὺς ὑποταρταρίους, οἳ Τιτῆνες καλέονται Ξ. 279· Τιτῆνές τε θεοί, τοὶ ὑπὸ χθονὶ ναιετάοντες Τάρταρον ἀμφὶ μέγαν, τῶν ἔξ ἄνδρες τε θεοί τε Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 336· κατὰ τὸν Ἡσ. ἐν Θεογ. 133, ἡ «(Γαῖα) Οὐρανῷ εὐνηθεῖσα τέκ’ Ὠκεανὸν βαθυδίνην, Κοῖόν τε Κρεῖόν θ’, Ὑπερίονά τ’ Ἰαπετόν τε, Θείην τε Ρεῖάν τε, Θέμιν τε Μνημοσύνην τε, Φοίβην τε χρυσοστέφανον Τηθύν τε ἐρατεινήν. τοὺς δὲ μεθ’ ὁπλότατος γένετο Κρόνος ἀγκυλομήτης, δεινότατος παίδων»· ― κατὰ πρῶτον δὲ κατῴκουν ἐν οὐρανῷ, ὅθεν καλοῦνται Οὐρανίωνες ἔτι καὶ ἐν Ἰλ. Ε. 898· ἀλλ’ ἐπικρατήσας ὁ Ζεὺς κατέρριψεν αὐτοὺς εἰς τὸ σκότος τὸ ὑπὸ τὸν Τάρταρον· ὁ δὲ ἀγὼν αὐτῶν κατὰ τοῦ Διός, οὗ βοηθοὶ ἐγένοντο οἱ ἑκατόγχειρες Κόττος, Βριάρεως καὶ Γύης, ἐκτίθεται ἐν ἐκτάσει ἐν τῇ Ἡσ. Θεογ. 616 ― 736, ἔνθα καλοῦνται ἀείποτε Τιτῆνες θεοί. ― Τὸν μῦθον τοῦτον δὲν πρέπει νὰ συγχέωμεν πρὸς τὴν ἀνταρσίαν τῶν υἱῶν τοῦ Ἀλωέως ἐν Θεσσαλίᾳ, Ὀδ. Λ. 305· οὔτε πρὸς τὴν ὑπὸ τῶν μεταγενεστέρω. Γιγάντων προσβολὴν τοῦ οὐρανοῦ). Πολλὰ ἄλλα ὀνόματα Τιτάνων μνημονεύονται ὑπὸ τῶν μετέπειτα ποιητῶν, οἷον Ἄτλας, Αἰσχύλ. Πρ. 427· Προμηθεύς, Σοφ. Ο. Κ. 56, Εὐρ. Φοίν. 1122· Θέμις ἡ μήτηρ τοῦ Προμηθέως καλεῖται Τιτανίς, ὡς παρ’ Ἡσ., Αἰσχύλ. Προμ. 874· ἂν καὶ αὐτόθι 205, ὁ Προμηθεὺς φαίνεται ὅτι χωρίζει ἑαυτὸν ἀπ’ αὐτῶν· πρβλ. Τιτανίς. ― Παρὰ μεταγεν. πάντες οἱ ἀπόγονοι τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γαίας καλοῦνται Τιτᾶνες, καὶ παρὰ Λατίνοις ποιηταῖς Titan οὕτω καλεῖται ὁ θεὸς Ἥλιος, πρβλ. Ἐμπεδ. 236, Ὀρφ. Ἀργ. 510· ὁ Ἀπόλλων καλεῖται οὕτως ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2342, πρβλ. 1907 (προσθῆκ.), 4725. (Ἡ ἀρχαιοτάτη ἐτυμολογία τοῦ ὀνόματος ὑπάρχει παρ’ Ἡσ. Θεογ. 207, ἴδε τιταίνω, ἐν τέλ., οἱ τιταίνοντες, ἀγωνιζόμενοι, μαχόμενοι, Λατιν. Tendones, ὡς ὁ Ἕρμ. ἑρμηνεύει τὴν λέξιν. Ἕτεροι σχηματίζουσιν αὐτὴν πρὸς τὸ τίτας (ἐκ τοῦ τίνω), «τιμωροὶ» Ἡσύχ., πρβλ. Ὀρφ. Ἀποσπάσμ. 8. 41, Πλούτ. 2. 996C. Ἀλλὰ πιθανῶς ἡ ῥίζα εἶναι ἡ αὐτὴ καὶ τοῦ τίταξ = βασιλεύς, καὶ τιτήνη = βασιλὶς παρ’ Ἡσύχ.).
French (Bailly abrégé)
ᾶνος (ὁ) :
un Titan ; οἱ Τιτᾶνες les Titans, géants, fils d’Ouranos et de Gæa.
Étymologie: apparenté à τίταξ et à τιτήνη -- DELG sans doute dieu solaire d’Asie mineure.
Spanish
Greek Monolingual
-άνος, ο / Τιτάν, -ᾱνος, ΝΜΑ, και Τιτάνας Ν και επικ. και ιων. τ. Τιτήν, -ῆνος, Α
στον πληθ. οι Τιτάνες και Τιτᾱνες
μυθ. παιδιά του Ουρανού και της Γαίας, τεράστιου αναστήματος και κολοσιαίας δύναμης θεοί ή, κατά άλλη παράδοση, παιδιά ενός από τους Κούρητες και της Τιταίας, τους οποίους ο Ζευς κατέρριψε στα Τάρταρα
νεοελλ.
1. αστρον. ο μεγαλύτερος από τους δορυφόρους του πλανήτη Κρόνου
2. ως προσηγ. α) εντομολ. κολεόπτερο έντομο
β) μτφ. υπεράνθρωπος, γίγαντας
αρχ.
1. ο θεός Ήλιος («ἀλλ' ὅτ' ἐς Ὠκεανοῑο ῤόον βαπτίζετο Τιτάν», Ορφ.)
2. ο Απόλλων ως θεός του ηλιακού φωτός
3. ένας κομήτης
4. ως προσηγ. παιδεραστής
5. φρ. «Τιτῆνι σιδήρῳ» — με το μαχαίρι με το οποίο οι Τιτάνες σκότωσαν τον Διόνυσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. σχηματισμένη με επίθημα -ᾶνες
(πρβλ. Ἀθαμᾶνες, Ἀκαρνᾶνες) αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. είτε με το ρ. τιταίνω «τιμωρώ» είτε με το ρ. τίνω / τίσις (οπότε η λ. θα είχε τη σημ.: «εκδικητές, τιμωροί») οφείλεται σε παρετυμολογία. Εξίσου παρετυμολογική φαίνεται και η σύνδεση του ονόματος με το ρ. τίω «εκτιμώ, σέβομαι» (οπότε η λ. θα είχε τη σημ. «σεβάσμιοι»). Πιθανότερη είναι η άποψη ότι το όνομα είναι μικρασιατικής προέλευσης και αναφερόταν αρχικά σε θεότητες σχετικές με τον Ήλιο. Με τη λ. Τιτᾶνες, τέλος, συνδέονται πιθ. τα θεωνύμια Τιτώ και Τιθωνός και επίσης οι τ. τίταξ, τιτῆναι].