φωνήεις
ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful
English (LSJ)
εσσα, εν, contr. φωνῆς, ῆντος Cratin. in PSI11.1212.13, cf. Hdn.Gr.2.618; Aeol. and Dor. φωνάεις [ᾱ], also in later Prose, as Zeno Stoic.1.41, Plu.Sull.7, S.E.M.1.100, etc.; contr. in pl. φωνᾶντα, Pi.O.2.85:—
A endowed with speech, vocal, ζῴοισιν ἐοικόταφωνήεσσιν Hes. Th.584; τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει Pi.I.4(3).40(58), cf. E.Tr. 440; βέλη (i.e. ἔπη) φωνᾶντα συνετοῖσι Pi.O.2.85; φ. θέατρα Pl.Lg. 701a; ὄχλος Plu.l.c.; φ. ζῷα endowed with speech, X.Mem.2.7.13; opp. ζῷα ψοφητικά, Arist.HA488a32; epith. of certain signs of the Zodiac, Vett.Val.10.19, Cat.Cod.Astr.1.166; τὸ φωνᾶεν the power of speech, Zeno l.c. 2 musical, of the lyre, Sapph.45. 3 of a song, sounding, Pi.O.9.2. 4 clear, λόγος B.14.31. 5 τὰ φωνήεντα (φωνάοντα Mélanges Beyrouth 15.71 (Syria, gem)) vowels, τοῖς ἄλλοις φωνήεσί τε καὶ ἀφώνοις Pl.Cra.393e, cf. IG22.2783.4,17, Phld.Rh.1.163 S., etc.; in full, τὰ φ. γράμματα Aen.Tact.31.30; στοιχεῖα φ. S.E.M.1.100. b consisting of vowels only, of a spell, PMag.Par.1.2634.
German (Pape)
[Seite 1322] ήεσσα, ῆεν, dor. φωνάεις, w. m. vgl., lautend, tönend, redend, mit Sprache begabt; Pind. I. 3, 58; μέλος Ol. 9, 2; φωνᾶντα βέλη 2, 93; übh. eine Stimme, Sprache habend, ertönen lassend, Hes. Th. 584; σάρκα φωνήεσσαν Eur. Troad. 440; ὅθεν τὰ θέατρα ἐξ ἀφώνων φωνήεντα ἐγένοντο Plat. Legg. III, 700 e. – Τὰ φωνήεντα, mit u. ohne γράμματα, sind die Selbstlauter oder Vocale im Ggstz der ἄφωνα, Consonanten, Plat. Soph. 253 a Crat. 393 d u. Sp., wie Luc. Iud. voc.
Greek (Liddell-Scott)
φωνήεις: εσσα εν, Δωρ. φωνάεις [ᾱ], ἀλλ’ ἐν χρήσει οὕτω καὶ παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, οἷον Πλουτ., Σέξτ. Ἐμπ., κλπ., Λοβέκ. εἰς Φρύν. 639· συνῃρ. ἐν τῷ πληθ. φωνᾶντα, Πινδ. Ο. 2. 152· ― ὁ ἐκπέμπων φωνήν, πεπροικισμένος μὲ λόγον ἢ μὲ φωνήν, ζῴοισιν ἐοικότα φωνήεσσι Ἡσ. Θεογ. 584·, τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει Πινδ. Ι. 4. 68 (3. 58), πρβλ. Σαπφ. 24, Εὐρ. Τρῳ. 440· βέλη (δηλ. ἔπη) φωνᾶντα συνετοῖσι Πινδ. Ο. 2. 152· φ. θέατρα Πλάτ. Νόμ. 700Ε· φ. ζῷα, πεπροικισμένα μὲ φωνήν, μὲ λόγον, Ξεν. Ἀπομν. 2, 7, 13· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ζῷα ψοφητικά, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Ἱστ. 1. 1, 29. 2) ἐπὶ μέλους, τὸ τῇ φωνῇ μόνον φωνηθέν, ἄνευ δηλ. μουσικοῦ ὀργάνου, ἢ τὸ «πολυθρύλητον» κατὰ τὸν Σχολ. Πιν. Ο. 9. 2. 3) τὰ φωνήεντα (μετὰ τοῦ γράμματα ἢ ἄνευ αὐτοῦ), τὰ καθ’ ἑαυτὰ ἀποτελοῦντα φωνήν, τὰ φωνήεντα, ἴδε ἐν λ. ἄφωνος· στοιχεῖα φ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 1. 100· πρβλ. φωνὴ Ι. 3.
French (Bailly abrégé)
ήεσσα, ῆεν;
qui rend des sons, sonore ; particul. :
1 qui parle, doué de la parole;
2 qui résonne par soi-même, qui rend un son ; t. de gramm. τὰ φωνήεντα γράμματα ou simpl. τὰ φωνήεντα les lettres qui ont un son par elles-mêmes, càd les voyelles ; τὸ προτακτικὸν φωνῆεν la 1ᵉ voyelle de la diphtongue, τὸ ὑποτακτικὸν φωνῆεν la 2ᵉ voyelle de la diphtongue.
Étymologie: φωνή.
Spanish
Greek Monolingual
και αιολ. και δωρ. τ. φωνάεις, -εσσα, -εν, και συνηρ. τ. φωνῆς, -ῆντος, Α
1. ο προικισμένος με φωνή, αυτός που έχει και εκπέμπει φωνή («ζώοισιν ἐοικότα φωνήεσσιν», Ησίοδ.)
2. (για λόγο) καθαρός, σαφής
3. (για τη λύρα) αυτός που παράγει μουσικό ήχο
4. (για τραγούδι) αυτός που εκτελείται μόνο με τη φωνή, χωρίς τη συνοδεία μουσικού οργάνου
5. η προσωνυμία ορισμένων σημείων του ζωδιακού κύκλου
6. το ουδ. ως ουσ. βλ. φωνήεν.[[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + κατάλ. -ήεις (βλ. και -όεις), πρβλ. τολμ-ήεις]].