ἀκατάπαυστος
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
English (LSJ)
ον,
A not to be set at rest, incessant, Plb.4.17.4, D.S.11.67, etc.; that cannotceasefrom, τινός 2 Ep.Pet.2.14. Adv. -τως Sch.A.R.1.1001. II not to be checked, irresistible, PMag.Par.1.2364.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατάπαυστος: -ον, ὅστις δὲν δύναται νὰ ἀναπαυθῇ, ἀδιάλειπτος, Πολύβ. 4. 17, 4, κτλ.: ὅ,τι δὲν δύναται νὰ καταπαύσῃ τις, μ. γεν. ἀκαταπαύστους ἁμαρτίας, μὴ παυομένους ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας, Ἐπ. Πέτρ. Β΄, β΄, 14. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. 1. 1002.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans fin ; ἀκατάπαυστος ἀρχή pouvoir à vie.
Étymologie: ἀ, καταπαύω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1incesante ἀκατάπαυστοι στάσεις continuas disensiones Plb.4.17.4, συμφορά Plu.2.114e, ἔρως μανικὸς καὶ ἀ. Suppl.Mag.41.12
•neutr. adv. incesantemente, sin parar Thdr.Samothr.1, Sch.A.R.4.923, PMag.4.2365, c. gen. ὀφθαλμοὶ ... ἀκατάπαυστοι ἁμαρτίας ojos que no cesan de pecar 2Ep.Petr.2.14
•eterno, inextinguible πῦρ Clem.Al.Paed.3.11.83.
2 fig. que no puede ser parado, irresistible ὁρμή D.S.11.67.
II adv. -ως incesantemente, sin fin Chrysipp.Log.12.27, Corn.ND 15, Ar.Did.37
•eternamente Cyr.Al.M.77.1136A.
English (Abbott-Smith)
- † ἀκατάπαυστος, -ον (< καταπαύω),
that cannot cease, not to be restrained: c. gen. rei, II Pe 2:14, T, Tr. txt. †
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of καταπαύω; unrefraining: that cannot cease.