βοήθεια
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
English (LSJ)
ἡ (Dor. βοάθοια SIG421.36 (Thermon)),
A help, aid, Th.2.22, etc.; β. τῷ λόγῳ πρός τινα Pl.Prm. 128c; ἡ ὑπὲρ τῶν δικαίων β. D.56.15; βοήθειαν ἔχειν πρὸς ὑγίειαν, πρὸς τὴν ἑκάστου ὑπερβολὴν μηχανᾶσθαι, Arist.PA651b1, 652a32: nom.sg., as exclamation 'help!', Plb.13.8.5: pl., Gorg.Pal.33, D.18.302, Arist. Rh.1383a29; αἱ πρὸς εὔπλοιαν β. Ph.2.46, cf. Act.Ap.27.17. 2 medical aid, cure, κίνδυνος ἰσχυρότερος πάσης β. Plu.Alex.19. II force of auxiliaries, ἡ παρὰ Διονυσίου β. X.HG7.1.20; νεῶν β. Th.4.8: opp. regular forces, D.4.32.
German (Pape)
[Seite 451] ἡ, eigtl. das zu Hülfe Eilen, eine Hülfsmannschaft, Hülfstruppen, Thuc. 4, 8 u. folgde Histor., Xen. Hell. 7, 4, 12: auch im plur.; παρά τινος, ἐπί τινα; Schutz, τῇ ἀπορίᾳ Mem. 2, 8, 6; ἡ τῶν στενῶν β., der Vortheil der Enge, Plut. Them. 12; Vertheidigung, τινί, für etwas, Plat. Parm. 128 c; τινός, wogegen, Epist. VII, 332 e.
Greek (Liddell-Scott)
βοήθεια: ἡ, βοήθεια, ἐπικουρία, προστασία, Θουκ. κ. ἄλλ. · β. τῷ λόγῳ πρός τινα Πλάτ. Παρμ. 128C · ἡ ὑπὲρ τῶν δικαίων β. Δημ. 1287. 27 · βοήθειαν ἔχειν πρός τι Ἀριστ. περὶ Ζ. Μ. 2. 5, 4, πρβλ. 2. 7, 2 · πληθ. ὁ αὐτ. Ρητ. 2. 5, 17, κτλ. 2) ἰατρικὴ βοήθεια, θεραπεία, Πλούτ. Ἀλεξ. 19. ΙΙ. = βοηθοί, ἐπίκουροι, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 20 · νεῶν βοήθεια Θουκ. 4. 8 · ἰδίως ἐπὶ ἐκτάκτου βοηθείας, οἷον διὰ μισθοφόρων κ. τ. τ., κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν διαρκῆ δύναμιν (παρασκευὴ συνεχής), Δημ. 49. 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 secours ; particul. secours médical, soins de médecin;
2 expédition de secours, troupe de secours, troupe auxiliaire.
Étymologie: βοηθέω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.VM 16; dór. βοάθοια IG 92(1).3.36 (Termo III a.C.); βοάθεια IM 46.9 (III/II a.C.)
I 1ayuda, asistencia, apoyo c. dat. ἑαυτῷ Pl.Grg.522d, τῷ Παρμενίδου λόγῳ Pl.Prm.128c, τῇ ἀπορίᾳ X.Mem.2.8.6, cf. Phld.Cont.60.11, Numen.26.85, c. rég. prep. ὑπὲρ τῶν δικαίων D.56.15, πρὸς ὑγίειαν ... β. ayuda para la salud Arist.PA 651b1, pero πρὸς τὴν ... ὑπερβολὴν β. defensa contra el exceso Arist.PA 652a32
•c. gen. obj. ὁ θεὸς τῆς βοηθείας μου LXX Ps.61.8
•c. gen. subjet. φίλων βοήθειαι Gorg.B 11a.33, τοῦ κυρίου LXX Id.5.23, 2Ma.8.35, 15.35, cf. I.AI 13.65, Vett.Val.107.3, τοῦ Νείλου X.Eph.4.2.9, o de origen παρ' ἐκείνου I.Vit.290, παρὰ τῶν θεῶν Aristid.Or.7.31, ἐκ τῆς θεοῦ X.Eph.1.7.1
•abs. εἰ ... βοηθείας μηδαμόθεν τυγχάνοιμεν Isoc.6.70, οἱ ... βοηθείας δεόμενοι X.Mem.2.3.1, cf. Aen.Tact.15.1, οἱ βοηθείας ἔχοντες διὰ τὴν ἐμπειρίαν los que se ven asistidos de su experiencia Arist.Rh.1383a31, σπεύσειν εἰς βοήθειαν Aen.Tact.23.7, πρὸς τὴν ... βοήθειαν ἀνήκειν ITemple of Hibis 4.8 (I d.C.), ἔκραζε βοήθειαν ζητῶν Hierocl.Facet.52b, cf. Vett.Val.58.10, εὔκαιρος Ep.Hebr.4.16, cf. POxy.3627.6 (IV d.C.)
•usado como exclam. socorro, auxilio ἀνεβόα τις τῶν ξένων «βοήθεια» Plb.13.8.5
•en cont. milit. ayuda militar, fuerza auxiliar, refuerzos τῶν Θεσσαλῶν Th.2.22, τὴν παρ' ἡμῶν βοήθειαν Isoc.12.142, ἡ παρὰ Διονυσίου β. X.HG 7.1.20, cf. 7.4.12, βοήσαντος ἐκείνου τὴν [βο] ήθειαν Hell.Oxy.15.2, τὴν ... τῶν Ἀττικῶν νεῶν βοήθειαν Th.4.8, cf. D.18.302, IG l.c., op. ‘fuerzas regulares’, D.4.32, ἑπόμενοι ἐς βοήθειαν App.BC 1.38, de naves ἀποστεῖλαι τοῖς Λακεδαιμονίοις ἐπὶ τὴν βοήθειαν D.S.13.36, c. gen. obj. τὰς τῶν πονουμένων βοηθείας tropas que ayuden a los que se encuentran en peligro Aen.Tact.1.5.
2 medic. asistencia terapéutica, cura, intervención médica οὐδεμίης βοηθείης ... δεόμενον en un catarro, Hp.VM 16, οὐδὲ συλλογισμοῦ, ἀλλὰ βοηθείης δεῖται Hp.Decent.11, cf. Ep.17.9, κίνδυνος ... ἰσχυρότερος ... πάσης βοηθείας Plu.Alex.19.
II en la administración egipcia
1 función auxiliar propia del βοηθός, empleado estatal PMasp.58.3.11 (VI d.C.).
2 colectivo de ayudantes o asistentes de un funcionario público Cod.Iust.10.30.4, cf. 12.63.2.
III náut., plu. cableado de refuerzo para ceñir el casco de la nave τὰς πρὸς εὔπλοιαν βοηθείας Ph.2.46, βοηθείαις ἐχρῶντο Act.Ap.27.17.
English (Abbott-Smith)
βοήθεια, -ας, ἡ (v.s. βοηθέω), [in LXX for עֵזֶר, etc.;]
help: He 4:16; pl., helps, "frapping," a technical nautical term (MM, Exp., x; DB, ext., 367): Ac 27:17.†
English (Strong)
from βοηθός; aid; specially, a rope or chain for frapping a vessel: help.