ἀδικία

From LSJ
Revision as of 17:47, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδικία Medium diacritics: ἀδικία Low diacritics: αδικία Capitals: ΑΔΙΚΙΑ
Transliteration A: adikía Transliteration B: adikia Transliteration C: adikia Beta Code: a)diki/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A wrongdoing, injustice, ἀδικίης ἄρχειν Hdt.1.130, cf. 4.1, E.Or.28, Pl.Grg.477c, al.; τύχἡ μᾶλλον ἢ ἀδικίᾳ Antipho 6.1; 'foul' in racing, Anon.in SE30.15.    II wrongful act, offence, Hdt.6.136; καταγνόντες αὑτῶν ἀδικίαν And.1.3:—in pl., Pl.Phd.82a, etc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀδῐκία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ πράττειν τὸ κακόν˙ ἀδικία, πλημμέλημα, ἀδικίης ἄρχειν, Ἡρόδ. 1. 130˙ πρβλ. 4. 1, Εὐρ. Ὀρ. 28, Πλάτ. Γοργ. 447C, καὶ ἀλλ.˙ τύχῃ μᾶλλον ἢ ἀδικίᾳ, Ἀντιφῶν 141, 21. ΙΙ. ὡς τὸ ἀδίκημα, ἄδικος πρᾶξις, ζημία, Ἡροδ. 6. 136˙ ἀδ. καταγνῶναί τινος, Ἀνδοκ. 1. 15: - ἐν τῷ πλθ. Πλάτ. Φαίδων 82Α, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
injustice, tort, faute ; τῆς πόλεως DÉM envers l’État ; περί τινα XÉN envers qqn ; ἀδικίης (ion.) ἄρχειν HDT être l’agresseur, l’offenseur.
Étymologie: ἄδικος.

Spanish (DGE)

(ἀδῐκία) -ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη
A I1iniquidad, injusticia ἐπειράθην καταλῦσαι μώμου ἀδικίαν Gorg.B 11.21, τὴν αἰτίαν φανερὰν ἅπασιν ὑμεῖς ἕξετε τῆς ἀδικίας Gorg.B 11a.36, op. δίκη E.Io 254, Supp.379, o δικαιοσύνη Pl.R.351a, Φοίβου δ' ἀδικίαν μὲν τί δεῖ κατηγορεῖν; E.Or.28, ναοὺς τίνοντες ἀδικίας κενώσετε E.Io 447, τύχῃ μᾶλλον ἢ ἀδικίᾳ Antipho 6.1, ἡ ἀ. ἄρα καὶ ἡ ἀκολασία καὶ ἡ ἄλλη ψυχῆς πονηρία μέγιστον τῶν ὄντων κακόν ἐστιν; Pl.Grg.477e, ἐν πόλεσι καὶ πολιτείαις τοῦτο αὐτό, ῥήματι μετεσχηματισμένον, ἀ. Pl.Lg.906c, cf. Arist.EN 1130a33
en LXX y el NT esp. en gen. ἐξαίρων ἀδικίας LXX Mi.7.18, ἀποστρέψαι ἄνθρωπον ἐξ ἀδικίας LXX Ib.33.17, ἐργάται ἀδικίας Eu.Luc.13.27, κριτὴς τῆς ἀδικίας Eu.Luc.18.6, ὅπλα ἀδικίας las armas del mal, Ep.Rom.6.13.
2 maldad, falta de escrúpulos, deshonestidad χρήματα πορίζειν ... ἐξ ἀδικίης Democr.B 78, ἔμφυτος ἀ. Plb.2.45.1.
II 1violación de la legalidad, delito, crimen ἀδικίης δὲ δεῖμα ξυμφορῆς τέρμα Democr.B 215, καταγνόντες αὑτῶν ἀδικίαν And.Myst.3, ζημιώσαντος δὲ κατὰ τὴν ἀδικίην πεντήκοντα ταλάντοισι Hdt.6.136, ἡ τῶν χρημάτων ἀ. μᾶλλον δοκεῖ el delito económico se considera el más grande Arist.Pr.950a24.
2 como acto daño, mal esp. en historiadores agresión, hostilidad, ofensa ἀδικίης ἄρξαι Hdt.1.130, (οἱ Σκύθαι) πρότεροι ἐσβαλόντες ... ὑπῆρξαν ἀδικίης Hdt.4.1, ἀ. πολλὴ κατηγορεῖτο αὐτοῦ ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων Th.1.95, ἡ δὲ Τεύτα ... διπλασίως ἐπερρώσθη πρὸς τὴν κατὰ τῶν Ἑλλήνων ἀδικίαν Plb.2.8.4
c. gen. subjet. de pers. falta contra la moral, infamia ἀνδρὸς ἀδικίαν αἰσχύνεται se avergüenza de la deshonra del hombre E.Io 341, τῆς σῆς γυναικὸς ἀ. el adulterio de tu esposa E.Or.650
abs. falta χαρίσασθέ μοι τὴν ἀδικίαν ταύτην 2Ep.Cor.12.13
c. gen. obj. daño, perjuicio esp. en fórmulas legales πάντα τὰ ... ἐπὶ τῇ ἡμῶν ἀδικίᾳ πραχθέντα POxy.1203.24 (I d.C.), cf. BGU 1123.11 (I a.C.), ἐπ' ἀδικίῃ τῆς πόλεως en perjuicio de la ciudad, Athena 20.1908.279 (Quíos V a.C.), cf. IG 12(8).150.9 (Samotracia III a.C.), tb. c. dat. ἐπ' ἀδικίᾳ τῇ Ἀπολλωνίᾳ PTeb.104.23 (I a.C.)
malos tratos ἀ. καὶ ὕβρεις Plb.10.37.8.
B suspensión de causas judiciales διὰ πολέμου Arist.Oec.1348b11.

English (Abbott-Smith)

ἀδικία, -ας, ἡ (< ἄδικος), [in LXX for עָוֹן, פֶּשַׁע, עָוֶל, etc. ;]
1.injustice: Lk 18:6, Ro 9:14.
2.unrighteousness, iniquity: Jo 7:18, Ac 8:23, Ro 1:18, 29 2:8 6:13, II Ti 2:19, I Jo 1:9 5:17; opp. to ἀλήθεια, I Co 13:6, II Th 2:12; to δικαιοσύνη], Ro 3:5; ἀπάτη τῆς ἀ., II Th 2:10; μισθὸς ἀδικίας, Ac 1:18, II Pe 2:13,15; ἐγράται τῆς ἀ., Lk 13:27; μαμωνᾶς τῆς ἀ., Lk 16:9; κόσμος τῆς ἀ., Ja 3:6; οἰκονόμος τῆς ἀ., Lk 16:8.
3.= ἀδίκημα, an unrighteous act: ironically, a favour, II Co 12:13; pl., He 8:12 (Cremer, 261; MM, VGT, s.v.). †

English (Strong)

from ἄδικος; (legal) injustice (properly, the quality, by implication, the act); morally, wrongfulness (of character, life or act): iniquity, unjust, unrighteousness, wrong.