δήπου

From LSJ
Revision as of 18:12, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δήπου Medium diacritics: δήπου Low diacritics: δήπου Capitals: ΔΗΠΟΥ
Transliteration A: dḗpou Transliteration B: dēpou Transliteration C: dipou Beta Code: dh/pou

English (LSJ)

indef. Adv. (better written δή που)

   A perhaps, it may be, ᾧ δή που ἀδελφεὸν ἔκτανε Il.24.736: in Trag. and Att. usu. doubtless, I presume, οὐ δήπου τλητόν A.Pr.1064; τῶν Ααΐου δ. τις ὠνομάζετο S.OT 1042, cf. Ar.Pl.491,582, Th.1.121, etc.; ἴστε γὰρ δή που, μέμνησθε γὰρ δή που, D.2.25, 19.113, cf. 18.249; σχεδὸν ἴσμεν ἅπαντες δή που Id.3.9; οὐδεὶς ἀγνοεῖ δή που Id.21.156.    II as interrog. implying an affirm. answer, τὴν αἰχμάλωτον κάτοισθα δή που; i.e. I presume you know, S.Tr.418; ἀνόμοιον δή που Pl.Tht.159b; οὐ δή που; surely it is not so? implying a neg. answer, as Ar.Ra.526, Pl.Men.73c.

German (Pape)

[Seite 567] od. richtiger δή που geschrieben, von Homer an überall. Bei Homer haben entschieden beide Wörter, δή und πού, ihre gesonderte, ursprüngliche Bedeutung, sie verschmelzen nicht in einen neuen Begriff: Odyss. 1, 161 ἀνέρος οὗ δή που λεύκ' ὀστέα πύθεται ὄμβρῳ κείμεν' ἐπ' ἠπείρου, ἢ εἰν ἁλὶ κῦμα κυλίνδει: hier hebt δή das οὗ hervor, und πού heißt entweder »irgendwo« od. »wohl«, »wahrscheinlich«; Iliad. 24, 736 ἤ τις Ἀχαιῶν ῥίψει ἀπὸ πύργου, χωόμενος, ᾡ δή που ἀδελφεὸν ἔκτανεν Ἕκτωρ ἢ πατέρ' ἠὲ καὶ υἱόν. – Nach Homer bei den Attikern = »doch wohl«, »sollte ich meinen«; οὐ γὰρ δή που, »doch wohl nicht gar«; oft ironisch, bes. in der Frage. Vgl. Aesch. Prom. 1064; Plat. Prot. 399 c Phil. 53 b; Soph. Ant. 381; Ar. Ran. 526 Equ. 900.

Greek (Liddell-Scott)

δήπου: ἀόρ. ἐπίρρ. κοινῶς γραφόμενον δή που, ἴσως, πιθανόν, ᾧ δή που ἀδελφεὸν ἔκτανε Ἰλ. Ω. 736· παρ᾿ Ἀττ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς ἐννοίας, βεβαίως, ἀναμφιβόλως, ὡς νομίζω, εἰκάζω, ὑποθέτω, ἐννοεῖται, εἰκότως, Λατ. scilicet, nimirum, οὐ δήπου τλητὸν Αἰσχύλ. Πρ. 1064· τῶν Λαΐου δ. τις ὠνομάζετο Σοφ. Ο. Τ. 1042· πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 491. 582, Θουκ. 1. 121, κτλ.· συχν. ἐν φράσεσιν, ἴστε γὰρ δή που, μέμνησθε γὰρ δή που Δημ. 25. 15, κτλ.· σχεδὸν ἴσμεν ἅπαντες δή που ὁ αὐτ. 31. 7· οὐδεὶς δή που ἀγνοεῖ ὁ αὐτ. 356. 9, κτλ. ΙΙ. ἐρωτημ., ὑποδουλωμένης ἀποκρίσεως καταφατικῆς, τὴν αἰχμάλωτον κάτοισθα δή που; ὃ ἐ. εἰκάζω ὅτι γνωρίζεις, Σοφ. Τρ. 417· ἀνόμοιον δή που Πλάτ.· οὐ δή που; δὲν εἶναι οὕτω; ὑποδηλοῦν ἀπάντησιν ἀποφατικήν, ὡς Ἀριστοφ. Βατρ. 526, Πλ. 261.

French (Bailly abrégé)

ou δή που;
adv.
sans doute, je suppose : τὴν αἰχμάλωτον κάτοισθα δή που ; SOPH tu connais la captive, je suppose ?

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón. δήκου Herod.3.90, 5.24

• Morfología: [tb. escrito δή που, δή κου]
adv.
1 reforzando la verosimilitud de la afirmación sin duda, seguramente, presumiblemente, supongo, o c. mayor énf. por supuesto, desde luego, en verdad
a) en or. afirmativa καὶ μὲν δή πού τις μέλλει βροτὸς ἀνδρὶ τελέσσαι, ὅς περ θνητός τ' ἐστι incluso un mortal, supongo, está dispuesto a cumplir lo que pueda para otro hombre, Il.18.362, cf. 16.746, 21.583, Od.1.161, καὶ δή κου μάλιστα τῶν μνηστήρων ἠρέσκοντό <οἱ> οἱ ἀπ' Ἀθηνέων ἀπιγμένοι de los pretendientes, los venidos de Atenas parecían complacerle más Hdt.6.128, cf. 6.11, 9.113, εἰσὶ δ. πολέμιοι Th.4.92, ὅθεν δ. καὶ κόθορνος ἐπικαλεῖται por ello seguramente recibió el sobrenombre de coturno X.HG 2.3.31, cf. Gorg.B 11a.11, Hp.Art.36, Acut.56, VM 19, Pl.Tht.159b, Prt.309c, Ar.Pl.491, 582, V.663, 1375, Isoc.16.44, X.Lac.7.1, Alex.7.2, Antiph.220.1, Men.Sam.486, Satyr.Vit.Eur.39.7.16, Plb.18.14.10, Charito 1.12.3, I.BI 2.36, D.C.38.20.3, Philostr.VS 482, frec. en or. impers. tipo δεῖ δ. X.Eq.Mag.2.1, cf. Oec.17.12, An.5.7.6, Plb.2.58.5, εἰκὸς δ. es sin duda lógico Ar.Fr.572, X.HG 6.1.12, ἀνάγκη δή που D.19.102, ἄδικον δ. Porph.Abst.2.22
esp. enfatiza la palabra a la que sigue νῦν δή που Ἀχιλλῆος ὀλοὸν κῆρ γηθεῖ ἐνὶ στήθεσσι ahora seguramente el funesto corazón de Aquiles se regocija en sus entrañas, Il.14.139, τῶν Λαΐου δ. τις ὠνομάζετο era sin duda de los de Layo S.OT 1042, τῇ γε εὐψυχίᾳ δ. περιεσόμεθα Th.1.121, cf. Plu.2.1146a, ἐμὲ μὲν δ. ἀπέλυον a mí por supuesto me excluyeron Antipho 6.32, cf. Herod.5.24, καὶ ἐκεῖνος δ. Ael.NA 16.29, ταῦτα δ. μανθάνω esto de verdad que lo entiendo Men.Asp.443, πᾶσι δ. φανερὸν ὑμῖν ἐστιν ὅτι Is.1.26, πολὺ δ. I.Ap.1.127;
b) en or. neg. οὐκ ἔνι δ. Plot.4.4.7, οὐδεὶς ἀγνοεῖ δήπου D.21.156, τῆς γῆς ὄγκος καὶ τὸ μέγεθος οὐδέν ἐστι δή που πρὸς τὸν ὅλον οὐρανόν la masa y la magnitud de la tierra desde luego no son nada en relación a las del universo Arist.Mete.352a28, cf. Pol.1288a25
esp. en neg. de adj. οὐ γὰρ δ. ... τλητὸν ... ἔπος palabra en verdad no tolerable A.Pr.1065, οὐ δή που πάτριον Isoc.4.63, οὐ δ. βουλητόν Plot.1.4.6, οὐ δή που πιστός ἐστι Plu.Art.28, οὐ μία δ. ... κάτθανεν ὠκύμορος sin duda no es la única que murió de forma súbita, AP 7.700 (Diod.Tars.), cf. Plb.6.4.2;
c) c. or. de rel. χωόμενος, ᾧ δή που ἀδελφεὸν ἔκτανεν Ἕκτωρ enfurecido, sin duda porque Héctor había matado a su hermano, Il.24.736, πάντως γὰρ δή κου τόν γε ἑωυτῆς ἀδελφεὸν γινώσκει Hdt.3.68.
2 en or. cond. indic. duda quizá, tal vez, acaso εἰ δή που por si acaso, Od.4.739, εἰ δή που τις ἐπουράνιος θεός ἐστι Od.17.484.
3 en interr. supone una respuesta afirmativa ¿no es así?, ¿no es cierto? τὴν αἰχμάλωτον κάτοισθα δήπου; conoces a la cautiva, ¿no es cierto? S.Tr.418, οὐχ οὗτος οὖν δ. 'στὶν ὀρνίθων πόλος; Ar.Au.179, cf. S.Ant.381, Ar.Ec.327, Anaxandr.1.4, οὐ δή που; ¿no es así? Ar.Ra.526, ὁδὶ δὲ τίς ποτ' ἐστίν; οὐ δ. Στράτων; ¿y éste de aquí quién es?, ¿no es Estratón? Ar.Ach.122, cf. Eq.900, Pl.Men.72c, Smp.194b.

English (Strong)

from δή and πού; a particle of asseveration; indeed doubtless: verily.

English (Thayer)

(L WH δή ποῦ; cf. Lipsius, Gram. Untersuch., p. 123 f), adverb (from δή and ποῦ), properly, now in some way, whatever that way is; it is used when something is affirmed in a slightly ironical manner, as if with an affectation of uncertainty, perhaps, doubtless, verily: οὐ δήπου, not surely (German doch nicht etwa), hardly I trow; (cf. Rost in Passow, i., p. 613{b}; Klotz ad Devar. ii. 2, p. 427f.). Once in Scripture: Hebrews 2:16.