διακρίνω
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
English (LSJ)
[ρῑ], fut. -κρῐνῶ, Ep.and Delph.
A -κρῐνέω Il.2.387, SIG614.8 (ii B.C.):—separate one from another, ὥς τ' αἰπόλια . . αἰπόλοι ἄνδρες ῥεῖα διακρίνωσιν Il.2.475, cf. Hdt.8.114; part combatants, εἰς ὅ κε δαίμων ἄμμε διακρίνη Il.7.292, etc.; εἰ μὴ νὺξ . . διακρινέει μένος ἀνδρῶν 2.387; δ. φιλέοντε Od.4.179; κρόκην καὶ στήμονας συγκεχυμένους δ. Pl. Cra.388b:—Pass., to be parted, of hair, Plu.Rom.15: more freq. of combatants, διακρινθήμεναι (Ep. inf. aor. 1 Pass.) ἤδη Ἀργείους καὶ Τρῶας Il.3.98, cf.102,7.306, etc.: also in fut. Med., διακρινέεσθαι Od. 18.149, 20.180; διακριθέντες ἐκ τῆς ναυμαχίης Hdt.8.18; διακριθῆναι ἀπ' ἀλλήλων Th.1.105, cf. 3.9; διακρίνεσθαι πρός .. part and join different parties, Id.1.18. b Pass., to be divorced, Leg.Gort.2.46. 2 in Philosophy, separate, decompose into elemental parts, opp. συγκρίνω, chiefly in Pass., Anaxag.12, cf. Arist.Metaph.985a28, [Epich.]245, Pl.Phd.71b, Prm.157a, etc. 3 ἄστρων διακρίνει φάη σελάνα prob. sets apart, removes, i.e. outshines, B.8.28. II distinguish, καί κ' ἀλαὸς διακρίνειε τὸ σῆμα Od.8.195; οὐδένα δ. without distinction of persons, Hdt.3.39; οὐχὶ δ. τὴν πενιχρὰν ἢ πλουσίαν Diod.Com.2.8: pf. Pass. in med. sense, διακεκρίμεθα τάς τε καθαρὰς ἡδονὰς καὶ . . Pl.Phlb. 52c: plpf. in pass. sense, διεκέκριτο οὐδέν no distinction was made, Th.1.49; διακεκριμέναι distinct, varied, B.Fr.24. III decide, of judges, ὀρθᾷ δ. φρενί Pi.O.8.24; δ. δίκας Hdt.1.100; διὰ δὲ κρίνουσι θέμιστας Theoc.25.46; also, determine a fever, mark its crisis, Hp. Coac.137; ἡ νοῦσος μάλιστα διακρίνει ἐν οὐδενί has usually no crisis in any patient, Id.Morb.2.71; δ. αἵρεσιν Hdt.1.11; δ. εἰ . . Id.7.54; δ. περί τινος Ar.Av.719:—Med., νεῖκος δ. get it decided, Hes.Op.35; τὸ ζητούμενον Pl.Phlb.46b; decide among yourselves, ταῦτα . . ὅπως ποτ' ἔχει δ. D.32.28:—Pass., bring an issue to decision, ἐπέεσσί γε νηπυτίοισι ὧδε διακρινθέντε Il.20.212; αἴ τινι τᾶν πολίων ᾖ ἀμφίλλογα, διακριθῆμεν Foed.Dor. ap. Th.5.79; διακριθεῖμεν περί τινος Pl.Euthphr. 7c; of combatants, μάχῃ διακριθῆναι πρός τινα Hdt.9.58; πρός τινα ὑπέρ τινος LXXJl.3(4).2; ὅπλοις ἢ λόγοις διακρίνεσθαι Philipp. ap. D. 12.7; διακρίνεσθαι περὶ τῶν ὅλων Plb.3.111.2; τινί with one, Ep. Jud.9: abs., PMagd.1.15 (iii B.C.), etc.; also πόλεμος διακριθήσεται Hdt.7.206; of a person, to be judged, Polem.Call.18. IV set [a place] apart for holy purposes, Pi.O.10(11).46. V interpret a dream, etc., Ph.2.54, Junc. ap. Stob.4.50.95. VI question, τοὺς ἰατρούς Arr.Epict.4.1.148. VII doubt, hesitate, waver, Act.Ap. 11.12 (s.v.l.): usu. in Med. and Pass., μηδὲν διακρινόμενος ib.10.20; μὴ διακριθῆτε Ev.Matt.21.21, cf. Ep.Rom.4.20.
German (Pape)
[Seite 584] (s. κρίνω), trennen, sondern, absondern, scheiden, auseinanderbringen. Bei Homer stets in dieser ursprünglichen Bedeutung: 1) Activ.: Iliad. 2, 475 ὥς τ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν αἰπόλοι ἄνδρες ῥεῖα διακρίνωσιν, ἐπεί κε νομῷ μιγέωσιν; Odyss. 8, 195 και κ' ἀλαός τοι, ξεῖνε, διακρίνειε τὸ σῆμα ἀμφαφόων, ἐπεὶ οὔ τι μεμιγμένον ἐστὶν ὁμίλῳ, ἀλλὰ πολὺ πρῶτον; 4, 179 οὐδέ κεν ἡμέας ἄλλο διέκρινεν φιλέοντέ τε τερπομένω τε, πρίν γ' ὅτε δὴ θανάτοιο μέλαν νέφος ἀμφεκάλυψεν; besonders Kämpfende auseinanderbringen: Iliad. 2, 387 εἰ μὴ νὺξ ἐλθοῦσα διακρινέει μένος ἀνδρῶν; 7, 292 ὕστερον αὖτε μαχησόμεθ', εἰς ὅ κε δαίμων ἄμμε διακρίνῃ, δώῃ δ' ἑτέροισί γε νίκην; 17, 531 καί νύ κε δὴ ξιφέεσσ' αὐτοσχεδὸν ὁρμηθήτην, εἰ μή σφω' Αἴαντε διέκριναν μεμαῶτε. – 2) Passiv.: Odyss. 9, 220 στείνοντο δὲ σηκοὶ ἀρνῶν ἠδ' ἐρίφων· διακεκριμέναι δὲ ἕκασται έρχατο, χωρὶς μὲν πρόγονοι, χωρὶς δὲ μέτασσαι, χωρὶς δ' αὖθ' ἕρσαι; Iliad 2, 815 ἔνθα τότε Τρῶές τε διέκριθεν ἠδ' ἐπίκουροι; von Kämpfenden: Iliad. 7, 306 τὼ δὲ διακρινθέντε ὁ μὲν μετὰ λαὸν Ἀχαιῶν ἤι', ὁ δ' ἐς Τρώων ὅμαδον κίε; 3, 98. 102 φρονέω δὲ διακρινθήμεναι ἤδη Ἀργείους καὶ Τρῶας, ἐπεὶ κακὰ πολλὰ πέποσθε εἵνεκ' ἐμῆς ἔριδος καὶ Ἀλεξάνδρου ἕνεκ' ἀρχῆς. ἡμέων δ' ὁπποτέρῳ θάνατος καὶ μοῖρα τέτυκται, 102 τεθναίη· ἄλλοι δὲ δια κρινθεῖτε τάχιστα: zu vs. 102 vgl Scholl. Herodian.; zu vs. 99 Scholl. Aristonic. Ἀργείους καὶ Τρῶας: ἡ διπλῆ περιστιγμένη, ὅτι Ζηνόδοτος γράφει Ἀργεῖοι καὶ Τρῶες, ὡς ἀποστροφῆς τοῦ λόγου γεγονυίας πρὸς αὐτούς. ἔστι δὲ τὸ διακρινθῆναι διχῶς χωρισθῆναι· ὁ δὲ Ζηνόδοτος συνήθως ἡμῖν τέταχεν (»puto pro judicium subire« Lehrs Aristarch. p. 151). – 3) Medium in passiver Bedeutung: Odyss. 18, 149 οὐ γὰρ ἀναιμωτί γε διακρινέεσθαι ὀίω μνηστῆρας καὶ κεῖνον, ἐπεί κε μέλαθρον ὑπέλθῃ; 20, 180 πάντως οὐκέτι νῶι διακρινέεσθαι ὀίω πρὶν χειρῶν γεύσασθαι. – Bei den Folgenden: 1) von einander absondern, aus- u. unterscheiden, trennen; οὐδένα Her. 3, 39; διακρινομένη στρατιὴ ἐσχίζετο 8, 34; αἵρεσιν 1, 11; στήμονας συγκεχυμένους Plat. Crat. 388 b; φίλην καὶ ἐχθράν Rep. II, 376 b; κατὰ γένος Soph. 253 e; Ggstz συγκρίνειν Phaed. 72 c; auch med. so, διακεκρίμεθα χωρὶς τάς τε καθαρὰς ἡδονὰς καὶ τὰς ἀκαθάρτους Phil. 32 a; vgl. 46 b; τὴν κόμην, das Haar scheiteln, Plut. Rom. 15; auch τινός, von etwas, Ap. Rh. 3, 1129. – 2) entscheiden, beurtheilen, λόγον ἀνθρώπων, ὀρθᾷ φρενί, Pind. P. 1, 68 Ol. 8. 24; Her. 7, 54; Ἅιδης διακρίνει τοῦτο Ar. Vesp. 763; oft bei Plat., τὴν δίκην Legg. XI, 937 b; διέκρινε καὶ διεξῄει τὰ ἐρωτώμενα Prot. 315 c; ὁπότερος ἀληθῆ λέγει Lach. 186 e; τὸν νικῶντα χει ροτονίαις Legg. II, 659 b; u. so Folgde. Auch med., διακρινώμεθα νεῖκος Hes. O. 35. – Pass., bes. aor. διεκρίθην, getrennt werden, aus einander kommen, Her. 7, 219; ἐκ τῆς ναυμαχίης 8, 18; ἀπ' ἀλλήλων Thuc. 1, 105; aber οὐδὲν ἔτι διεκέκριτο, 1, 49, es wurde kein Unterschied mehr gemacht; einen Streit beilegen; πόλεμος διακριθήσεται Her. 7, 206; περί τινος Plat. Euth. 7 c; Legg. XII, 956 c; aber auch = in Streit mit Jemand gerathen, kämpfen, μάχῃ πρός τινα Her. 9, 58; ὅπλοις ἢ λόγοις, ausmachen, Dem. 12. 17 (epist. Phil.); περὶ τῶν ὅλων Pol. 3, 111; vgl. 2, 22, 11. 18, 35, 4; abs., sich streiten, Ath. XII, 554 c; – zweifeln, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
διακρίνω: μέλλ. -κρῐνῶ (ἴδε κρίνω): - χωρίζω τὸ ἓν ἀπὸ τοῦ ἄλλου, διαχωρίζω, ὥστ’ αἰπόλια… αἰπόλοι ἄνδρες ῥεῖα διακρίνωσιν Ἰλ. Β. 475· διαχωρίζω, ἀποχωρίζω, «ξεχωρίζω» τοὺς διαμαχομένους, εἰσόκε δαίμων ἄμμε διακρίνη Η. 292, κτλ.· εἰ μὴ νύξ… διακρινέει μένος ἀνδρῶν Β. 387, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 18· δ. φιλέοντε Ὀδ. Δ. 179· ὡσαύτως, στήμονας συγκεχυμένους δ. Πλάτ. Κρατ. 388Β· δ. τὴν κόμην, διαχωρίζειν, Πλάτ. Ρωμ. 15. - Παθ., διαχωρίζομαι, ἐπὶ διαμαχομένων, διακρινθήμεναι ἤδη Ἀργείους καὶ Τρῶας (Ἐπ. ἀπαρ. τοῦ παθ. ἀορ. α΄) Ἰλ. Γ. 98, πρβλ. 102, Η. 306, κτλ.· οὕτω καὶ κατὰ μέσ. μέλλ., διακρινέεσθαι Ὀδ. Σ. 149, Υ. 180· διακριθῆναι ἀπ’ ἀλλήλων Θουκ. 1.105, πρβλ. 3.9· διακρίνεσθαι πρὸς…, διαχωριζόμεθα καὶ ἑνούμεθα πρὸς διαφόρους μερίδας, ὁ αὐτ. 1.18. 2) παρὰ τοῖς παλαιοῖς φιλοσόφοις, χωρίζω ἢ διαλύω εἰς τὰ στοιχειώδη μέρη, ἀντίθ. συγκρίνω, Ἀναξαγ. παρ’ Ἀριστ. Φυς. 8.9, 7, Ἐμπεδ. ἐν Μεταφ. 1.4, 8· - συχν. ἐν τῷ παθ., Ἐπίχ. 126 Ahr., Πλάτ. Φαίδωνι 71Β, Παρμ. 157Α, κτλ. ΙΙ. διακρίνω, βλέπω καλῶς, Λατ. discernere, καί κ’ ἀλαὸς… διακρίνειε τὸ σῆμα Ὀδ. Θ. 195· οὐδένα διακρίνων, ἄνευ διακρίσεως προσώπων, Ἡρόδ. 3.39· δ. τὴν κρόκην καὶ τοὺς στήμονας Πλάτ. Κρατ. 388Β· οὐχὶ δ. τὴν πενιχρὰν ἢ πλουσίαν Διόδωρος Ἐπικλήρ. 1.8· ὡσαύτως, δ. τί τινος Πλάτ. Τιμ. 58Β, κτλ.· - ἀπολ., κάμνω διάκρισιν, ἡ νοῦσος διακρίνει ἐν οὐδενὶ Ἱππ. 486.32· οὕτω δὲ καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ., διακεκρίμεθα τάς τε καθαρὰς ἡδονὰς και… Πλάτ. Φιλήβ. 52C· ἀλλ’ ὁ ὑπερσυντέλ. μετὰ παθ. σημασ., διεκέκριτο οὐδέν, οὐδεμία διάκρισις εἶχε γείνει, Θουκ. 1.49. ΙΙΙ. τακτοποιῶ, διαθέτω, ἀποφασίζω, ὁρίζω, Πίνδ. Ο. 8. 32· δ. δίκας Ἡρόδ. 1.100· διά τε κρίνουσι θέμιστας Θεόκρ. 25.46· ὡσαύτως ὁρίζω πυρετόν, ἀποφασίζω περὶ αὐτοῦ ἐκ τῆς κρίσεως εἰς ἣν ἦλθεν, Ἱππ. 137· δ. αἵρεσιν Ἡρόδ. 1.11· δ. εἰ… ὁ αὐτ. 7.54· δ. περί τινος Ἀριστοφ. Ὄρν. 719. - Μέσ., νεῖκος δ., διαχωρίζω, διαλύω τὴν φιλονικίαν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 35· τὸ ζητούμενον Πλάτ. Φιλήβ. 46Β· ταῦτα… ὅπως ποτὲ ἔχει δ. Δημ. 890.1. - Παθ., ἐπὶ προσώπων, ἔρχομαι εἰς απόφασιν, ἀποφασίζω, ἐπέεσσί γε νηπυτίοισιν ὧδε διακρινθέντε Ἰλ. Υ. 212· αἴ τινι τᾶν πολίων ᾖ ἀμφίλογα, διακριθῆμεν, Συνθήκ. Δωρ. παρὰ Θουκ. 5.79· διακριθεῖμεν περί τινος Πλάτ. Εὐθύφρ. 7C· ὡσαύτως ἐπὶ διαμαχομένων, μάχῃ διακριθῆναι πρός τινα Ἡρόδ. 9.58· πρός τινα ὑπέρ τινος Ἑβδ. (Ἰωήλ, 3.2)· ὅπλοις ἢ λόγοις διακρίνεσθαι Φίλιππ. παρὰ Δημ. 163.15. διακρίνεσθαι ἀπολ., Λατ. decertare, Πολύβ. 3.111, 2· τινι, πρός τινα, Ἐπ. Ἰούδ. 9· - μετὰ πλήρους παθ. σημασ., πόλεμος διακριθήσεται Ἡρόδ. 7.206. IV. ἀποχωρίζω [τόπον τινὰ] δι’ ἱεροὺς σκοπούς, Πίνδ. Ο. 10 (11), 56. V. ἑρμηνεύω (χρησμόν, ὄνειρον), Ἰοῦγκος παρὰ Στοβ. 598. 43. VΙ. Μέσ. καὶ παθ., ἀμφιβάλλω, διστάζω, μηδὲν διακρινόμενος Πράξ. Ἀποστ. ι’, 20, ια’, 12· μὴ διακριθῆτε Εὐαγγ. κ. Ματθ. κα´, 21, πρβλ. Ἐπ. π. Ρωμ. δ´, 20· - πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 442.
French (Bailly abrégé)
f. διακρινῶ, etc.
I. séparer l’un de l’autre, particul. :
1 séparer en deux, séparer (deux armées, deux combattants, etc.);
2 séparer les uns des autres;
3 séparer en ses éléments primitifs;
II. distinguer, d’où
1 discerner par la vue;
2 distinguer : οὐδένα διακρίνων HDT sans distinction de personnes;
III. p. ext. décider, d’où
1 rendre un arrêt, décider, juger;
2 en gén. décider : οὐκ ἔχειν διακρῖναι εἰ … οὔτε εἰ HDT ne pouvoir décider si … ou si ; πόλεμος διακριθήσεται HDT la guerre sera décidée, càd terminée ; Pass. faire décider (une querelle) : μάχῃ διακριθῆναι πρός τινα HDT décider une querelle en se mesurant avec qqn;
Moy. διακρίνομαι;
1 distinguer;
2 décider, trancher : δ. Ἄρηϊ THCR décider par la force des armes.
Étymologie: διά, κρίνω.
English (Autenrieth)
fut. διακρινέει, aor. διέκρῖνε, opt. διακρίνειε, pass. aor. διεκρίθην, 3 pl. διέκριθεν, opt. διακρινθεῖτε, inf. διακρινθήμεναι, part. -θέντε, -θέντας, perf. part. διακεκριμένος, mid. fut. inf. διακρινέεσθαι: part, separate, distinguish; (αἰπόλια) ἐπεί κε νομῷ μιγέωσιν, Il. 2.475; of parting combatants, μαχησόμεθ' εἰσόκε δαίμων | ἄμμε διακρίνῃ, Il. 7.292; ‘distinguish,’ Od. 8.195; freq. in passive.
English (Slater)
διακρῑνω (διακ' ρίνειν: aor. διέκρινε; διακρῖναι)
a decide, judge ὅτι γὰρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ, ὀρθᾷ διακρίνειν φρενὶδυσπαλές (v. l. διακρῖναι) (O. 8.24) σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν, ἅντινα σχήσοι τις ἡρώων (P. 9.115) “ἦν διακρῖναι ἰδόντ' λτ;οὐγτ; πολλὸς ἐν καιρῷ χρόνος” (Bergk: ἰδόντα διακρ. codd.) fr. 168. 6.
b appoint, ordain Ζεῦ τέλεἰ, αἰεὶ δὲ τοιαύταν αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρίνειν ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων (“locus obscurus: ambigunt utrum τοιαύταν αἶσαν (Hermann) an ἔτυμον λόγον (Boeckh) verbi διακρίνειν subiectum esse dicant: neutrum recte: accipias — verbum ad duos illos accusativos ἀπὸ κοινοῦ positum.” Schroeder) (P. 1.68)
c divide up, and so mark off Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε (sc. Ἡρακλέης) (O. 10.46)
Spanish (DGE)
A tr.
I en sent. concr., c. ac. plu. o colect., o dos o más ac.
1 separar físicamente a los guerreros εἰς ὅ κε δαίμων ἄμμε διακρίνῃ Il.7.292, εἰ μὴ νὺξ ἐλθοῦσα διακρινέει μένος ἀνδρῶν Il.2.387, ὥς τ' αἰπόλια πλατέ' αἰγῶν ... διακρίνωσιν Il.2.475, cf. Plb.12.4.11, τὴν στρατιὴν διέκρινε organizaba las tropas Hdt.8.114, κατὰ φυλὰς διεκρίνομεν τὰ ἔπιπλα X.Oec.9.6, τέτραχα ... ἅπαντας Orác. en IGR 4.360.24 (Pérgamo II d.C.), ὁ γὰρ Ταῦρος ... διακρίνει τά τε τῇ ἄρκτῳ καὶ τὰ τῇ ἀνατολῇ ἔθνη προσκείμενα Hdn.3.1.4, en v. pas. πολλὸν διακεκριμένον ἔχειν τὸ σῶμα τό τε προϋπάρχον καὶ τὸ ἐπιτραφέν Hp.Nat.Hom.12, συνέμισγον ... οὐ διακεκριμένοις τοῖς ἱππεῦσιν, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς πεζούς (los jinetes) entablaron batalla no sólo con los jinetes por separado, sino también con la infanteria Plu.Marc.7, cf. D.S.17.91, τὸ δ' εἰς πλῆθος ἤδη διακρινόμενον Iambl.Myst.1.5, c. ἀπό y gen. νύκτα ... ἀπ' ἤματος Hymn.Is.34
•διακρίνειν τὰς κόμας peinar la cabellera Longus 1.24.3, cf. en v. med., D.Chr.21.7, en v. pas. τὴν κόμην ... διακρίνεσθαι Plu.Rom.15, cf. Lyc.22
•en votaciones separar τῶν δὲ ψήφων διακρινομένων para hacer el recuento, Hld.1.14.1
•c. ac. y dat. separar para alguien, asignar τοιαύταν ... αἶσαν ἀστοῖς καὶ βασιλεῦσιν διακρίνειν Pi.P.1.68, θέρος νεάταις διακρίνας Orph.H.34.22.
2 fil., cien. en la teoría atomista de la percepción separar, disociar partículas τὰ δὲ (μόρια) διακρίνοντα αὐτήν (τὴν ὄψιν) Pl.Ti.67d, τὸ μὲν ὦν λευκὸν διακρίνει τὰν ὄψιν Ti.Locr.101c
•disociar, disolver διακρίνουσαι τῇ θερμότητι τὰς συστάσεις Arist.Mete.340a29, cf. Metaph.985a24, τῆς διακρινούσης αὐτὸν (τὸν ἀέρα) ἀλέας Plu.Caes.69.
3 delimitar un terreno περὶ δὲ πάξαις Ἄλτιν μὲν ὅγ' ἐν καθαρῷ διέκρινε Pi.O.10.46, οὔπω τῶν τόπων διακεκριμένων Plu.Sull.35, cf. Longus 4.2.5.
II de operaciones mentales
1 distinguir c. un ac. καί κ' ἀλαὸς ... διακρίνειε τὸ σῆμα ἀμφαφόων hasta un ciego distinguiría, palpando, la marca, Od.8.195, οὖς ... ῥήματα διακρίνει LXX Ib.12.11, τὰ μὲν νόμῳ Hp.Morb.Sacr.14, τὰ δίκαια D.57.6, τί λίμνη καὶ τί πεδίον Ach.Tat.4.14.7
•discernir, distinguir una cosa de otra, c. dos ac. coord. ὄψιν ... φίλην καὶ ἐχθρὰν διακρίνει Pl.R.376b, τὸν προσποιούμενον ἰατρὸν εἶναι ... καὶ τὸν ὡς ἀληθῶς ὄντα ... δ. Pl.Chrm.170e, cf. Arist.Rh.1375b6, Plu.2.50b, μὴ δ. μήτε χολώδεα μήτε φλεγματώδεα Hp.Morb.Sacr.2, φίλον ἢ πολέμιον D.S.19.7, cf. 13.57, τὸ δίκαιον καὶ τὸ ἄδικον PMag.5.103
•c. ac. y gen. o prep. y gen. πῶς ἄν τις διακρίνειε τὸν κόλακα τοῦ φίλου Plu.2.48e tít., cf. Sor.107.18, τὸν ἄνθρωπον διακρῖναι ... ἀπὸ τῶν ἄλλων ζῴων S.E.P.2.24, ἐκ τῶν βελτίστων διακρίνει τὰ χείριστα Aristid.Quint.60.22
•c. giro prep. y ac. κατὰ γένος Pl.Sph.253e, σαφηνίζων ἕκαστα τῶν ὄντων, καὶ διακρίνων ... εἰς τὰ πρώτιστα στοιχεῖα Gr.Thaum.Pan.Or.8.9
•abs. ἅμα μὲν διακρίνοντες, ἅμα δὲ μεταφέροντες ἐπὶ τὰ παραπλήσια Plb.12.25i.8, ἡ διακρίνειν δυναμένη φιλοσοφία S.E.M.1.280
•en v. med.-pas. διεκέκριτο οὐδὲν ἔτι ya no hubo distinción Th.1.49
•fact. hacer distinto (Ζεύς) ἄστρα διακρίνας Arat.11
•en v. pas. ser distinguido τῷ χλιαρῷ τῷ ἐν τῇ γλώττῃ ... διακρίνεσθαι τοὺς χυμούς Placit.4.18.1 (= Alcmaeo A 9).
2 hacer diferencias, distingos ἔφερε δὲ καὶ ἦγε πάντας διακρίνων οὐδένα las saqueaba todas sin hacer ninguna diferencia Hdt.3.39, οὐδὲν διέκρινεν μεταξὺ ἡμῶν τε καὶ αὐτῶν Act.Ap.15.9, τίς γάρ σε διακρίνει; ¿quién te prefiere?, 1Ep.Cor.4.7.
3 examinar, reconocer c. ac., esp. de piedras y metales ὁ τὸν λίθον διακρίνων τεχνίτης D.S.3.12, cf. Poll.7.97
•fig. c. compl. de pers. someter a prueba διέκρινεν δέ με ὥσπερ τὸ χρυσίον LXX Ib.23.10
•preguntar τοὺς ἰατροὺς διακρίνοντος, εἰ ἤδη θανασίμως ἔχουσιν Arr.Epict.4.1.148.
4 de oráculos y presagios examinar, interpretar ὡς τοῦ Ποσειδῶνος αὐτοῖς βοηθήσειν μέλλοντος διέκρινον τὸ σημεῖον D.S.17.41, τὰ τοῦ Ἀπόλλωνος μαντεῖα Iunc. en Stob.4.50.95
•otros signos τὸ μὲν πρόσωπον τοῦ οὐρανοῦ γινώσκετε δ. Eu.Matt.16.3, τὰς γραφάς Hom.Clem.3.49.
III 1en cont. jur., agon. y gener. juzgar, dictar sentencia sobre, resolver mediante veredicto o decisión διακρίνοντα θέμιστας ἰθείῃσι δίκῃσιν Hes.Th.85, τὰς ἐσφερομένας (δίκας) Hdt.1.100, σὺν δ' ἀέθλοις ... διακρῖναι ... ἅντινα σχήσοι τις ἡρώων dirimir mediante competiciones a cuál de ellas obtendría cada uno de los héroes Pi.P.9.115, ὅ τι γὰρ πολὺ καὶ πολλᾷ ῥέπῃ, ὀρθᾷ διακρῖναι φρενί Pi.O.8.24, ὅ τι δ' ἂν διακρίνωσι, κύριον ἔστω ID 502A.23 (III a.C.), θανάτου μὲν οὐκ εἰσι κύριοι, τὰ δὲ λοιπὰ πάντα διακρίνουσι D.S.5.42, ἡμετέρην ἀρετὴν ἀνὰ δηιοτῆτα ... διακρινέει ... Ἄρης Q.S.7.669, cf. 6.55
•frec. op. διαλύω ‘resolver amistosamente, mediante acuerdo entre las partes’ τοὺς μὲν πλείστους τῶν διαφερομένων ... διέλυον συμφερόντως, τοὺς δὲ διέκρινομ μετὰ πάσης δικαιοσύνης la mayor parte de los pleitos los resolvía amistosamente de modo provechoso, los demás los juzgaba con toda justicia, ICos ED 129.11 (III a.C.), τάς τε δίκας ... τὰς μὲν διέλυσε, τὰς δὲ διέκρινε δικαίως κατὰ τοὺς νόμους FD 3.220.18 (III a.C.), cf. IIasos 608.7 (III a.C.), en v. pas. αἰ δέ τινι τᾶν πολίων ᾖ ἀμφίλλογα, ... αἴτε περὶ ὅρων αἴτε περὶ ἄλλω τινός, διακριθῆμεν Trat. lacon. en Th.5.79, δίκῃ διακριθῆναι X.HG 5.2.10, τὰ συμβόλαια τὰ ὑπάρχοντα ἑκατέροις ... διακριθῆναι κατὰ τοὺς ἑκατέρων νόμους Welles, RC 3.25 (Teos IV a.C.)
•abs. emitir veredicto, dictar sentencia y gener. decidir ἡ ἐργασία τοῦ γραμματεύειν καὶ δ. LXX 1Pa.26.29, περὶ τῶν ἀμφ[ισβητουμέν] ων συμβολαίων ICos ED 129.3 (III a.C.), διήκουε τῶν ... γινομένων συναλλαγμάτων καὶ διέκρινε μετὰ πολλῆς σπουδῆς Plb.26.1.6, cf. IG 7.3073.43 (Lebadea II a.C.), δ. ἐν ἡμέραις πέντε Aristeas 110
•tb. en v. med. y suj. plu. resolver, dirimir διακρινώμεθα νεῖκος ἰθείῃσι δίκῃς resolvamos nuestro pleito con sentencias justas Hes.Op.35, ταῦτα ... αὐτοὶ πρὸς ἑαυτοὺς ὑμεῖς ... διακρινεῖσθε D.32.28.
2 juzgar en juicio de arbitraje, someter a arbitraje sólo en v. pas. Θασίους ... καὶ Μαρωνίτας ἀναγκάσαι περὶ Στρύμης διακριθῆναι λόγοις Philipp.Maced.2.17, ἀποστεῖλαι αὐτοὺς διακριθησομένους μοι PEnteux.55.15, cf. 53.8 (ambos III a.C.), ὅπως διακριθῶ αὐτοῖς ἐπὶ Διοφάνους PEnteux.60.8 (III a.C.), ἡγούμενος δεῖν ἐπ' ἄλλου μὲν μηθενὸς αὐτῷ διακριθῆναι, ἐπὶ σοῦ δ' αὐτοῦ opinando que mi pleito con ellos no debe ser juzgado ante nadie más que ante tí mismo, UPZ 71.15 (II a.C.).
3 decidir, resolver en razonamientos τοιαύτην αἵρησιν Hdt.1.11, πῶς τοῦτο ... διακρίνοις ἄν; Pl.Phlb.58a, τί οὐ διακρίνεις ... ὁπότερος ... Ar.Eq.1207, τὴν ... ἀντιπολιτείαν ... διέκρινε τὸ διαβούλιον Plb.29.10.2
•abs. tomar una decisión βούλει δῆτα ἐγώ σοι ... διακρίνω; Pl.Plt.272b, cf. X.Mem.1.1.9, An.6.1.22
•en v. med. mismo sent. διακρίνασθαι τὸ νῦν ζητούμενον Pl.Phlb.46b.
4 en batallas decidir la lucha, vencer διὰ μὲν τῆς φάλαγγος τὰ ὅλα διακρίνας Plb.5.86.1
•luchar αἱ χεῖρες αὐτοῦ διακρινοῦσιν αὐτῷ sus manos lucharán por él LXX De.33.7
•en v. pas. ser decidido διακριθήσεσθαι τὸν ... πόλεμον Hdt.7.206, D.S.11.64.
5 tener una influencia decisiva ὅσαπερ περὶ μαντείας διακρίνει cuanto tiene una importancia decisiva en la adivinación Ar.Au.719
•medic. hacer crisis τοὺς καυσώδεας διακρίνουσιν αἱ τεσσαρεσκαιδέκα ἡμέραι Hp.Coac.134, ἡ δὲ νοῦσος μάλιστα διακρίνει ἐν οὐδενί Hp.Morb.2.71.
B intr., gener. en v. med.-pas.
I 1separarse, retirarse, alejarse esp. de los combatientes ἄλλοι δὲ διακρινθεῖτε τάχιστα Il.3.102, cf. 98, 7.306, οὐ γὰρ ἀναιμωτί γε διακρινέεσθαι ὀΐω μνηστῆρας καὶ κεῖνον no creo que se separen sin sangre los pretendientes y aquél, Od.18.149, cf. 20.180, 24.532, διακεκριμέναι δὲ ἕκασται ἔρχατο Od.9.220, cf. Hdt.7.40, Th.4.14, διακριθέντες ... ἐπαλάσσοντο (los efectivos de un ejército), Hdt.7.219, νυκτὸς ἡ μάχη διεκρίθη al llegar la noche la batalla se retiró, e.e. se interrumpió Plu.Pyrrh.29, cf. 21, πολλάκις αἰσχύναντες τὸ βῆμα διεκρίθησαν Plu.Caes.28
•c. prep. y gen. ἐκ τῆς ναυμαχίας Hdt.8.18, ἀπ' ἀλλήλων Th.1.105, ἐπ' οἴκου Th.4.25
•hacer defección ὕστερον οὐ πολλῷ διεκρίθησαν πρὸς Ἀθηναίους Th.1.18, ἀφ' ὧν διακρίνοιντο Th.3.9.
2 jur. divorciarse αἰ κ' ἀνε̄̀ρ καὶ γυνὰ διακρ[ί] νον[τ] αι ICr.4.72.2.46 (Gortina V a.C.).
3 separarse de, distinguirse de en v. act. fig. ὡς ἄστρων διακρίνει φάη ... σελάνα como la luna deja atrás la luz de los astros B.9.28, en v. med.-pas. ὀργαὶ μὲν ἀνθρώπων διακεκριμέναι μυρίαι B.Fr.34, οὕτω διεκρίθη γεωμετρίας ἐκπεσοῦσα μηχανική Plu.Marc.14, ἔχον δὲ τὰ μέγιστα διακεκριμένα Hp.Epid.2.2.19.
4 distinguirse, diferenciarse, destacar c. gen. o c. giro prep. (ἡ χείρ) μελέων διακέκριται ἄλλων Arat.681, μορφῇ δὲ διέκριθεν ἄλλη ἀπ' ἄλλης Q.S.10.339, cf. Sor.50.19
•estar reconocido ποιητὴς ὢν κακὸς καὶ διακριθεὶς ἐν Ἀθήναις D.S.15.74.
5 fil. dividirse en componentes esenciales ἀπὸ ἐόντων χρημάτων συμμίσγεταί τε καὶ διακρίνεται Anaxag.B 17, συνεκρίθη καὶ διεκρίθη Epich.223, διακρινόμενον δ' ἄλλο πρὸς ἄλλου E.Fr.839.13, cf. en v. pas. Ar.Th.13, Hp.Vict.1.4, οὔτε διακρίνεται οὔτε συγκρίνεται (τὸ ἕν) Pl.Prm.157a, Dam.Pr.37, τηκόμενον καὶ διακρινόμενον (τὸ ὕδωρ) Pl.Ti.49b, cf. Arist.Mete.340a10.
6 de los órganos diferenciarse, separarse del tronco διακρίνεται τὰ μέλεα Hp.Vict.1.26, cf. Epid.2.3.17, Arist.GA 740a14, διακρίνεται καθ' ἕκαστα τῶν μελέων τὸ σῶμα Hp.Oct.1
•disociarse de un humor, Hp.Nat.Hom.12.
II 1decidir, llegar a una decisión en combate πρὸς τοὺς ... ἀρίστους ἀνθρώπων μάχῃ διακριθῆναι Hdt.9.58, πρὸς τοὺς ἐλευθεροῦντας X.Ages.1.33, πρὸς τούτους Plb.2.22.11, πρὸς τοὺς πολεμίους Plu.Phil.9, ἐξέταζεν ὡς μάχῃ διακριθησόμενος D.S.15.84, διακριθῆναι περὶ τῶν ὅλων Plb.3.111.2, cf. D.S.18.17, διακρίνεσθαι τοῖς πολεμίοις D.S.13.111.
2 promover pleitos ἄνδρα δικαζόμενον καὶ διακρινόμενον LXX Ie.15.10
•entrar en juicio διακριθήσομαι πρὸς αὐτοὺς ἐκεῖ ὑπὲρ τοῦ λαοῦ μου entraré en juicio con ellos por mi pueblo LXX Il.4.2, cf. Ez.20.35.
3 discutir, debatir περὶ τοῦ κάλλους X.Smp.4.20, περὶ τὸ Μωϋσέως σώματος Ep.Iud.9, διεκρίνοντο πρὸς αὐτόν discutían con él, Act.Ap.11.2, cf. Cyr.S.V.Sab.71 (p.174).
III en lit. crist. tener dudas, dudar de la palabra de Dios ἐὰν ἔχητε πίστιν καὶ μὴ διακριθῆτε Eu.Matt.21.21, cf. Eu.Marc.11.23, μηδὲν διακρινόμενος Act.Ap.10.20, cf. Ep.Iac.1.6, εἰς τὴν ἐπαγγελίαν ... οὐ διεκρίθη Ep.Rom.4.20
•tb. en act. μήπως σὺ περὶ τῆς παραδοθείσης σοι ἀληθείας διακριθῇς Hom.Clem.1.20
•entrarle a uno dudas, vacilar Cyr.S.V.Euthym.33, 58.
English (Strong)
from διά and κρίνω; to separate thoroughly, i.e. (literally and reflexively) to withdraw from, or (by implication) oppose; figuratively, to discriminate (by implication, decide), or (reflexively) hesitate: contend, make (to) differ(-ence), discern, doubt, judge, be partial, stagger, waver.
English (Thayer)
imperfect διεκρινον; 1st aorist διεκρινα; middle (present διακρίνομαι); imperfect διεκρινομην; 1st aorist διεκρίθην (in secular authors in a passive sense, to be separated; cf. Winer s Grammar, § 39,2; (Buttmann, 52 (45))); in Greek writings from Homer down; in the Sept. chiefly for שָׁפַט, also for הֵדִין etc.
1. "to separate, make a distinction, discriminate (cf. διά, C. 4): οὐδέν διέκρινε μεταξύ ἡμῶν τέ καί αὐτῶν, μηδέν διακρίναντα, making no difference, namely, between Jews and Gentiles, L T Tr WH; like the Latin distinguo, used emphatically: to distinguish or separate a person or thing from the rest, in effect equivalent to to prefer, yield to him the preference or honor: τινα, Winer's Grammar, 452 (421)); τό σῶμα (τοῦ κυρίου), to learn by discrimination, to try, decide: T brackets WH reject the passage); ἑαυτόν, to determine, give judgment, decide a dispute: to be parted, to separate oneself from;
1. to withdraw from one, desert him (Thucydides 1,105; 3,9); of heretics withdrawing from the society of true Christians (Sozom. 7,2 (p. 705, Vales. edition) ἐκ τούτου οἱ μέν διακριθεντες ἰδίᾳ ἐκκλησιαζον): L T Tr text ἐλέγχετε διακρινομένους, those who separate themselves from you, i. e. who apostatize; instead of the ἐληιτε διακρινομένοι, which is to be rendered, making for yourselves a selection; cf. Huther at the passage; (others though adopting the reading preferred above, refer διακρίνω to the following head and translate it while they dispute with you; but WH (see their Appendix) Tr marginal reading follow manuscripts א B and a few other authorities in reading ἐλεᾶτε διακρινομένους, according to which διακρίνω is probably to be referred to signification 3: R. V. text on some have mercy, who are in doubt).
2. to separate oneself in a hostile spirit, to oppose, strive with, dispute, contend: with the dative of person Polybius 2,22,11 (cf. Winer s Grammar, § 31,1g.; Buttmann, 177 (154)); πρός τινα, Herodotus 9,58).
3. in a sense not found in secular authors, to be at variance with oneself, hesitate, doubt: ἐν τῇ καρδία αὐτοῦ, ἐν ἑαυτῷ (i. e., ἑαυτοῖς), do ye not make distinctions among yourselves); μηδέν διακρινόμενος, nothing doubting, i. e. wholly free from doubt, R G in οὐ διεκρίθη τῇ ἀπιστία, he did not hesitate through lack of faith, Romans 4:20.