ᾅδης

From LSJ
Revision as of 17:18, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation

Source

French (Bailly abrégé)

v. ᾍδης.

English (Abbott-Smith)

ᾅδης, -ου, ὁ [in LXX ehiefly for שְׁאוֹל, also for דּוּמָה, מָוֶת, etc. ;]
1.in Hom., Hades (Pluto), the god of the underworld.
2.the abode of Hades, the underivorld; in NT, the abode of departed spirits, Hades: ἐν τ. ᾅ., Lk 16:23; εἰς ᾅ., Ac 2:27,31; πύλαι ᾅδου, Mt 16:18; κλεῖς τοῦ ᾅ., Re 1:18; metaph., ἕως ᾅ., Mt 11:23, Lk 10:15; personified, Re 6:8 20:13,14 (Cremer, 67, 610; MM, VGT, s.v.). †

English (Strong)

from Α (as negative particle) and εἴδω; properly, unseen, i.e. "Hades" or the place (state) of departed souls: grave, hell.

Greek Monotonic

ᾅδης: ή Ἅιδης, -ου, ὁ, στον Όμηρ. επίσης Ἀΐδης, -αο και -εω· Δωρ. Ἀΐδας, · υπάρχει επίσης και γεν. Ἄϊδος, δοτ. Ἄϊδι (όπως αν προερχόταν από το Ἄϊς)· (από α- στερητικό, ἰδεῖν
I. Άδης ή Πλούτωνας (πρβλ. Πλούτων), ο θεός του Κάτω Κόσμου, ο γιος του Κρόνου και της Ρέας, αδελφός του Δία· Ζεὺς καὶ ἐγώ, τρίτατος δ' Ἀΐδης, σε Ομήρ. Ιλ.· ονομάζεται και Ζεὺς καταχθόνιος, στο ίδ.· εἰν ή εἰς Ἀΐδαο (ενν. δόμοις, δόμους), στον Κάτω Κόσμο, σε Όμηρ.· εἰν Ἄϊδος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐν Ἅιδου, ἐς Ἅιδου (ενν. οἴκῳ, οἶκον), σε Αττ.· επίσης Ἄϊδόσδε, επίρρ., στον Κάτω Κόσμο, σε Ομήρ. Ιλ.
II. 1. ως προσηγορικό, ο Άδης, ο Κάτω Κόσμος· εἰσόκεν Ἄϊδι κεύθωμαι, στο ίδ.· ἐπὶ τὸν ᾅδην, σε Λουκ.· εἰς ἀΐδην, σε Ανθ.· ἐν τῷ ᾅδῃ, σε Καινή Διαθήκη
2. τάφος, θάνατος· ᾅδης πόντιος, θάνατος στη θάλασσα, σε Αισχύλ. κ.λπ. (ᾰῐδης, σε Όμηρ., Αττ. ᾷδης· αλλά σε Τραγ. επίσης ᾱῐδας· γεν. ᾰῐδεω ως ανάπαιστος στον Όμηρ.· γεν. ᾰῐδᾱο, στον ίδ.· γεν. ᾱῐδος πριν από φωνήεν, σε Ομήρ. Ιλ.).