ἔξω

From LSJ
Revision as of 18:03, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T21)

ἐπὶ τῷ μὴ κοινωνικῶς χρῆσθαι τοῖς εὐτυχήμασι → for not having used their success in a spirit of partnership

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔξω Medium diacritics: ἔξω Low diacritics: έξω Capitals: ΕΞΩ
Transliteration A: éxō Transliteration B: exō Transliteration C: ekso Beta Code: e)/cw

English (LSJ)

Adv. of ἐξ, as εἴσω of εἰς:    I of Place,    1 with Verbs of motion, out or out of, ἔ. ἰών Od.14.526; χωρεῖν ἔ. Hdt.1.10; πορεύεσθαι Pl.Phdr.247b; βλέπειν D.18.323; ἔ. τοὺς χριστιανούς (sc. φέρε) Luc.Alex.38, etc.    b as Prep., c. gen., ἔ. χροὸς ἕλκε Il.11.457; ἔ. βήτην μεγάροιο κιόντε Od.22.378; . or γῆς ἔ. βαλεῖν, A.Th. 1019, S.OT622, etc.: pleon. with ἐκ, κραδίη δέ τοι ἔ. στηθέων ἐκθρῴσκει Il.10.94; ἐκ τῆς ταφῆς ἐκφέρειν ἔ. Hdt.3.16, cf. E.Hipp.650: ἐκπλώσαντες ἔ. τὸν Ἑλλήσποντον sailing outside the H., Hdt.5.103; ἔ. τὸν Ἑλλ. πλέων 7.58.    2 without any sense of motion, outside, Od.10.95, etc.; τὸ ἔ. the outside, Th.7.69; τὸ ἔ. τῶν ὀμμάτων their prominency, Pl.Tht.143e; τὰ ἔ. things outside the walls or house, Th.2.5, X.Oec.7.30; external things, Pl.Tht.198c; τὰ ἔ. πράγματα foreign affairs, Th.1.68; οἱ ἔ. those outside, Id.5.14; of exiles, Id.4.66, cf. S.OC444 (but in NT, the heathen, 1 Ep.Cor.5.12); ἡ ἔ. στηλέων θάλασσα ἡ Ἀτλαντὶς καλεομένη Hdt.1.202, cf. Pl.Criti.108e; ἡ ἔ. θάλασσα, opp. ἡ εἴσω, Aristid.Or.40(5).9; ἔ. τὴν χεῖρα ἔχειν keep one's arm outside one's cloak, Aeschin.1.25.    b as Prep., c. gen., οἱ ἔ. γένους, opp. τὰ ἐγγενῆ, S.Ant.660; ἔ. τῶν κακῶν οἰκεῖν Id.OT 1390; ἔ. τοξεύματος out of range of arrows, Th.7.30; ἔ. βελῶν, τῶν β., X.Cyr.3.3.69, An.5.2.26; ἔ. τοῦ πολέμου unconcerned with the war, Th.2.65; τοῦ πάσχειν κακῶς ἔ. γενήσεσθε D.4.34; τῶν ἔ. τοῦ πράγματος ὄντων persons unconcerned in the matter, Id.21.45, cf. ib.15; πράξεις ἔ. τῆς ὑποθέσεως λεγομένας away from the subject, Isoc.12.74; ἔ. τοῦ πράγματος Arist.Rh.1354a22; ἔ. τοῦ δικαστηρίου [ἔπαινοι] Luc.Hist.Conscr.59; ἔ. λόγου τίθεσθαι, θέσθαι, Plu.2.671a, Tim.36; ἔ. πάτου ὀνόματα out-of-the-way words, Luc.Hist.Conscr.44; ἔ. πίστεως beyond belief, Id.DMar.4.1; ἔ. φρενῶν out of one's senses, Pi.O7.47; ἔ. ἐλαύνειν τοῦ φρονεῖν E.Ba.853; ἔ. σαυτοῦ γίγνῃ Pl.Ion 535b; ἔ. γνώμης E.Ion926; οὐδὲν ἔ. τοῦ φυτεύσαντος δρᾷς unlike thy sire, S.Ph.904; ἔ. τῆς ἀνθρωπείας . . νομίσεως alien to human belief, Th.5.105: prov., αἴρειν ἔ. πόδα πηλοῦ keep clear of difficulties, Suid.; so ἔ. κομίζων πηλοῦ πόδα A.Ch.697; πημάτων ἔ. πόδα ἔχειν Id.Pr.265; ἔ. πραγμάτων ἔχειν πόδα E.Heracl.109.    II of Time, beyond, over, ἔ. μέσου ἡμέρας X.Cyr.4.4.1; ἔ. τῆς ἡλικίας D.3.34; ἔ. πέντ' ἐτῶν Id.38.18.    III without, except, c. gen., ἔ. σεῦ Hdt.7.29, cf. 4.46; ἔ. ἤ . . Id.2.3, 7.228; ἔ. τοῦ πλεόνων ἄρξαι besides .., Th.5.97, cf. 26; ἔ. τοῦ ἐφθακέναι ἀδικοῦντες except the being first to do wrong, Epist. Philipp. ap. D.18.39, cf. PSI6.577.17, PCair.Zen.225.4.    IV τὰ κατὰ τὸν Φίλιππον ἔ. τελέως ἐστί, Philip is 'played out', Plb.5.28.4.— Cf. ἐξωτέρω, -τάτω.

German (Pape)

[Seite 890] (ἐξ), 1) außen, draußen, u. mit dem gen. außerhalb, außer; im Felde, im Freien, Od. 10, 95; Soph. O. R. 1410 u. A. Vom Verbannten, φυγὰς – ἔξω ἠλώμην Soph. O. C. 445; ἔξω δυστυχῆ τρίβει βίον El. 591; οἱ ὑπὲρ Ἡρακλείας στήλας ἔξω κατοικοῦντες Plat. Critia. 108 e; ἡ ἔξω στηλέων θάλασσα Her. 1, 202, das außerhalb der Säulen des Herakles liegende, auch einfach ἡ ἔξω genannt, Plut.; – oft mit dem Artikel, τὰ ἔξω τοῦ οὐρανοῦ Plat. Phaedr. 247 c; πρὸς τοὺς ἔξω ἐχθρούς Rep. VIII, 566 e; τὰ ἔξω, die Außendinge, Theaet. 198 c; – ἔξω εἶναι, γενέσθαι, ausgegangen sein, abwesendsein, Xen. Hell. 5, 4, 37 u. sonst; ἔξω βελῶν ἦσαν, außerhalb der Schußweite, Cyr. 3, 3, 69; ἔξω τὴν χεῖρα ἔχων λέγειν, außerhalb des Gewandes, frei die Hand haltend, Aesch. 1, 25; ἔξω τοῦ πράγματος λέγειν Lycurg. 11, was nicht zur Sache gehört, wie Lys. 3, 46; Isocr. 15, 104 u. Arist. rhet. 1, 1, 5; so ἔξω τοῦ πολέμου εἶναι Thuc. 2, 65. – Auch = ausgenommen, außer, ohne, Her. 1, 46. 7, 29; Thuc. 5, 26 u. Sp.; auch ἔξω ἤ, außer daß, Her. 7, 228. – 2) heraus, ins Freie, in die Fremde, Il. 17, 265. 24, 247 Od. 14, 526 u. sonst; τινός, heraus aus, Il. 10, 94 Od. 12, 94; ἔξω δόμων τε καὶ πάτρας ὠθεῖν τινα Aesch. Prom. 668; ἔξω κομίζων ὀλεθρίου πηλοῦ πόδα Ch. 686; ἔξω δωμάτων χωρεῖτε Eum. 170; ἔξω γῆς βαλεῖν Soph. O. R. 622, öfter, wie Eur.; Her. vrbdt ἔξω τὸν Ἑλλήσποντον πλέων, 7, 58, vgl. 5, 103; auch ἐκ τῆς ταφῆς τὸν νέκυν ἐκφέρειν ἔξω 3, 16; vgl. Eur. Hipp. 650; ἐάν τις ἔξω ἀποδημῇ, außer Landes, Plat. Rep. IX, 579 c; ἔξω τῶν ὁρίων ἐκβάλλειν Legg. X, 909 c; = ἐκ, τοιαύτην ταραχὴν ἡμῖν ἔξω τοῦ λόγου ἀπελθεῖν Phil. 16 a. Oft übertr., θεσμῶν ἔξω φέρομαι Soph. Ant. 796; σὺ μὲν κομίζοις ἂν σεαυτὸν – ἔξω βαρείας αἰτίας ἐλεύθερον, mögst dich fern, frei halten von Schuld, ibd. 441; οὐδὲν ἔξω τοῦ φυτεύσαντος σὺ δρᾷς Phil. 892, du thust Nichts, das nicht mit der Art deines Vaters übereinstimmte. Wie Pind. ἔξω φρενῶν Ol. 7, 47, γνώμης Eur. Ion 926, so auch ἔξω ἑαυτῆς οὖσα ὑπὸ τοῦ κακοῦ, außer sich, von Sinnen, Dem. 19, 198; ἔξω τῶν ἐπιθυμιῶν ἐγένετο, war frei davon, Ath. XII, 552 f. – Von der Zeit, darüber hinaus, Xen. Cyr. 4, 4, 1; ἔξω μέσων νυκτῶν Dem. 54, 26, vgl. 38, 18. – Τὰ ἔξω τῶν ὀμμάτων, das Heroorstehen der Augen, Plat. Theaet. 143 e.

Greek (Liddell-Scott)

ἔξω: Ἐπίρρ. ἐκ τῆς προθ. ἐξ, ὡς τὸ εἴσω ἐκ τῆς εἰς, Ι. ἐπὶ τόπου, 1) μετὰ ῥημάτων κινήσεως, ἔξω ὡς καὶ νῦν, Λατ. foras, ἔξω ἰὼν Ὀδ. Ξ. 526· χωρεῖν ἔξω, Ἡρόδ. 1. 10· πορεύεσθαι Πλάτ. Φαῖδρ. 247Β· βλέπειν Δημ. 332. 15· ἔξω τοὺς χριστιανοὺς (ὑπον. φέρε) Λουκ. Ἀλέξ. 38, κτλ. β) ὡς πρόθ. μετὰ γεν., ἔξω χροὸς ἕλκειν Ἰλ. Λ. 457, πρβλ. Ὀδ. Χ. 378· ἔξω ἢ ἔξω γῆς βαλεῖν Αἰσχύλ. Θήβ. 1014, Σοφ. Ο. Τ. 622, κτλ.· πλεοναστικῶς μετὰ τῆς ἐκ, κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρώσκει Ἰλ. Κ. 94· ἐκ τῆς ταφῆς... ἐκφέρειν ἔξω Ἡρόδ. 3. 16, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 650· - παρ’ Ἡροδ. μετ’ αἰτιατ., ἔξω τὸν Ἑλλήσποντον ἐκπλεῖν, ἔξω τοῦ Ἑλλησπ., 5. 103· ἔνθα ἡ αἰτ. δυνατὸν ν’ ἀνήκῃ καὶ εἰς τὸ ῥῆμα (ὡς ἐν τῷ ἐξέρχομαι Ι. 1. β)· ἀλλ’ ἐν 7. 58 ὑπάρχει, ἔξω τὸν Ἑλλ. πλέων, ὅπερ δεικνύει ὅτι ἡ αἰτ. ἐξαρτᾶται ἐκ τοῦ ἔξω· πρβλ. ἐκπλέω ΙΙ. 1. 2) ἄνευ ἐννοίας τινὸς κινήσεως, ὡς τὸ ἐκτός, Λατ. foris, αὐτὰρ ἐγὼν οἶος σχέθον ἔξω νῆα μέλαιναν Ὀδ. Κ. 95· τὸ ἔξω, τὸ ἔξω μέρος, Θουκ. 7. 69· τὸ ἔξω τῶν ὀμμάτων, τὸ ἐξέχον, Πλάτ. Θεαίτ. 143Ε· τὰ ἔξω, τὰ ἐκτὸς τῶν τειχῶν ἢ τῆς οἰκίας πράγματα, Θουκ. 2. 5, Ξεν. Οἰκ. 7, 30· ἐξωτερικὰ πράγματα, Πλάτ. Θεαίτ. 198C (παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως, ἐξωτερικὴ γνῶσις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἔσω)· τὰ ἔξω πράγματα, ἡ κατάστασις τῶν πραγμάτων ἐν ταῖς ἄλλαις πολιτείαις, ἀμαθίᾳ δὲ πλέονι πρὸς τὰ ἔξω πράγματα χρῆσθε Θουκ. 1. 68· - οἱ ἔξω, οἱ ἐκτὸς ὄντες, ὁ αὐτὸς 5. 14· ἐπὶ φυγάδων, οἱ δὲ φίλοι τῶν ἔξω 4. 66 (ἀλλ’ ἐν τῇ Κ. Δ. οἱ ἐθνικοί, Ἐπιστ. Α΄, πρὸς Κορινθ. ε΄, 12)· - ἡ ἔξω θάλασσα (παρ’ Ἡροδ. 1. 202, ἡ ἔξω στηλέων θάλασσα ἡ Ἀτλαντὶς καλεομένη), ὁ Ἀτλαντικὸς Ὠκεανός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἡ ἐντὸς (ἡ Μεσόγειος θάλασσα), πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 108Ε, Πλούτ. 2. 920F· ἔξω τὴν χεῖρα ἔχειν, δηλ. ἔξω τοῦ ἱματίου, Αἰσχίν. 1. 25. β) ὡς πρόθ. μετὰ γεν., οἱ ἔξω γένους, οἱ μὴ συγγενεῖς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἐγγενῆ. εἰ γὰρ δὴ τά γ’ ἐγγενῆ φύσει ἄκοσμα θρέψω, κάρτα τοὺς ἔξω γένους Σοφ. Ἀντ. 660· ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῖν, μακρὰν τῶν κακῶν, Σοφ. Ο. Τ. 1390· ἔξω τοξεύματος, ἔνθα οὐκ ἐξικνεῖται τόξευμα (πρβλ. ἐντός), ὁρμισάντων ἔξω τοξεύματος τὰ πλοῖα Θουκ. 7. 30· ἔξω βελῶν Ξεν. Κύρ. 3. 3, 69· ἔξω τῶν βελῶν ὁ αὐτὸς Ἀν. 5. 2, 26· καὶ ἄλλα ἔξω τοῦ πολέμου, μὴ ἔχοντα σχέσιν μὲ τὸν πόλεμον, Θουκ. 2. 65. ἀπαλλάσομαί τινος, τοῦ πάσχειν αὐτοὶ κακῶς ἔξω γενήσεσθε Δημ. 49. 26, κλπ.· τῶν ἔξω τοῦ πράγματος ὄντων, τῶν μὴ ἐνδιαφερομένων εἰς τὴν ὑπόθεσιν, ὁ αὐτὸς 528. 22· ἔξω τῆς ὑποθέσεως, τοῦ πράγματος λέγειν Ἰσοκρ. 247Ε, πρβλ. Δημ. 519. 21· τὰ ἔξω τοῦ πράγματος = τὰ ἀπροσδιόνυσα, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 9· ἔξω τούτων, πλὴν τούτων, Θουκ. 5. 26, Ξεν., κλπ.· - ἔξω φρενῶν Πινδ. Ο. 7. 85· ἔξω ἐλαύνειν τοῦ φρονεῖν Εὐρ. Βάκχ. 853· ἔξω σαυτοῦ Πλάτ. Ἴων 535Β· ἔξω γνώμης Εὐρ. Ἴων 926· ἀλλ’ οὐδὲν ἔξω τοῦ φυτεύσαντος σύ γε δρᾷς, ἀλλὰ σὺ τοὐλάχιστον δὲν πράττεις τι ἀσύμφωνον πρὸς τὰς πράξεις τοῦ πατρός σου, Σοφ. Φ. 904· ἔξω τῆς ἀνθρωπείας... ἐς τὸ θεῖον νομίσεως, παρὰ τὰ νομιζόμενα παρὰ τοῖς ἀνθρώποις περὶ τοῦ θείου, Θουκ. 5. 105· - παροιμ., αἴρειν πόδαν ἔξω πηλοῦ, «ἐπὶ τῶν βουλομένων μὴ ἐν πράγμασιν εἶναι. Λέγεται δὲ καὶ ‘αἴρειν ἔξω πόδα αἰτίας’» Σουΐδ. ἐν λ. αἴρειν: οὕτως, ἔξω τοῦ πηλοῦ πόδα ἔχειν Αἰσχύλ. Χο. 697· πημάτων ἔξω πόδα ἔχειν ὁ αὐτ. Πρ. 263· ἔξω πραγμάτων ἔχειν πόδα Εὐρ. Ἡρακλ. 109· πρβλ. ἐκτός Ι. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἔξω μέσου ἡμέρας, μετὰ μεσημβρίαν, Ξεν. Κύρ. 4. 4, 1· ἔξω τῆς ἡλικίας, δηλ. τῆς στρατευσίμου, ὑπὲρ τὰ 45, Δημ. 38. 10· ἔξω πέντ’ ἐτῶν, μετὰ παρέλευσιν πέντε ἐτῶν, ὁ αὐτὸς 989. 27. ΙΙΙ. ἐκτός, πλήν, ἐξαιρέσει, μετὰ γεν., ἔξω σευ Ἡρόδ. 7. 29· ἔξω ἤ…, Λατ. praeterquam, αὐτόθι 228· ἔξω τοῦ πλεόνων ἄρξαι, ἐκτὸς τοῦ ὅτι, Θουκ. 5. 97· ἔξω τοῦ ἐφθακέναι ἀδικοῦντες, πλὴν ὅτι θὰ ἦτε πρῶτοι ἐν τῷ ἀδικεῖν, Δημ. 239. 10. - Περὶ τοῦ συγκρ. ἐξωτέρω καὶ τοῦ ὑπερθ. ἐξωτάτω, ἴδε τὰς λέξ.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép. avec le gén.;
I. avec idée de lieu;
1 au dehors : ἔξω ἰέναι OD, χωρεῖν HDT aller, s’avancer au dehors ; ἔξω βλέπειν DÉM regarder au dehors ; τὰ ἔξω πράγματα THC les affaires extérieures ; οἱ ἔξω THC les adversaires ou THC les exilés ; ἔξω χροὸς ἕλκειν IL tirer hors du corps ; ἔξω γῆς βαλεῖν ESCHL chasser hors du pays ; fig. ἔξω τινὸς εἶναι ou γίγνεσθαι être ou se trouver en dehors de qch, n’y être mêlé en rien ; ἔξω τοῦ λόγου λέγειν ISOCR parler en dehors du sujet ; ἔξω αὑτοῦ εἶναι ou γίγνεσθαι DÉM être hors de soi ; ἔξω τοῦ φυτεύσαντος SOPH (acte) en dehors du caractère, càd étranger au caractère de (ton) père;
2 au delà de : ἔξω τὸν Ἑλλήσποντον πλεῖν HDT naviguer au delà de l’Hellespont ; sans mouv. ἔξω βελῶν XÉN, ἔξω τῶν βελῶν XÉN, ἔξω τοξεύματος hors de la portée des traits ; ἡ ἔξω στηλέων θάλασσα HDT ou simpl.ἔξω θάλασσα PLUT la mer d’au delà des colonnes (d’Hercule) càd l’Océan (p. opp. à ἡ ἐντὸς θάλασσα la mer intérieure, la mer Méditerranée);
3 en dehors de, à l’exception de, à part ; ἔξω ἤ HDT excepté;
II. avec idée de temps au delà de, après : ἔξω μέσου ἡμέρας XÉN passé le milieu du jour ; ἔξω τῆς ἡλικίας DÉM au delà de l’âge;
Cp. ἐξωτέρω, Sp. ἐξωτάτω.
Étymologie: ἐξ.

English (Autenrieth)

outside, without, Il. 17.205, Od. 10.95; often of motion, forth, οἳ δ' ἴσαν ἔξω, Il. 24.247; freq. w. gen.

English (Slater)

ἔξω
   a to the outside, outwards τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω (P. 3.83)
   b prep. c. gen., outwith καὶ παρέλκει πραγμάτων ὀρθὰν ὁδὸν ἔξω φρενῶν (O. 7.47) ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω (P. 1.44) ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν; (P. 11.39) γλῶσσα δ' οὐκ ἔξω φρενῶν his words are at one with his thoughts (I. 6.72) ἁνίκ' ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι στηθέων ἔξω (Mitscherlich: ἔξωθεν codd.) fr. 124. 6.

English (Strong)

adverb from ἐκ; out(-side, of doors), literally or figuratively: away, forth, (with-)out (of, -ward), strange.

English (Thayer)

adverb (from ἐξ, as ἔσω and εἴσω from ἐς and εἰς);
1. without, out of doors;
a. adverbially: ἑστάναι, WH text omit the verse); καθῆσθαι, ὁ ἔξω, absolutely, he who is without, properly, of place; metaphorically, in plural, those who do not belong to the Christian church (cf. Lightfoot on Col. as below; Meyer on Mark as below): those who are not of the number of the apostles, WH marginal reading ἔξωθεν, which see). With a noun added: αἱ ἔξω πόλεις, foreign, ὁ ἔξω ἄνθρωπος, the outer Prayer of Manasseh , i. e. the body (see ἄνθρωπος, 1e.), without i. e. out of, outside of (Winer's Grammar, § 54,6): ἔξω has the force of the Latin foras (German hinaus, heraus), forth out, out of;
a. adverbially, after the verbs ἐξέρχομαι, ἄγω, προάγω, ἐξάγω, R G L brackets); βάλλω and ἐκβάλλω, R G; R G; δεῦρο ἔξω, ἔξω ποιεῖν τινα, ἀπελθεῖν, ἀποστέλλειν, ἐκβάλλειν, ἐξέρχεσθαι, ἐκπορεύεσθαι, ἐξάγειν, R G L Tr marginal reading); σύρειν τινα, έ῾λκειν τινα, Acts 21:30.