ἀνεύθετος
English (LSJ)
ον,
A inconvenient, λιμὴν ἀ. πρὸς παραχειμασίαν Act.Ap. 27.12.
German (Pape)
[Seite 227] nicht gut angeordnet, nicht wohl angepaßt, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεύθετος: -ον, ὁ μὴ εὔθετος, ἀκατάλληλος, ἀνευθέτου δὲ τοῦ λιμένος ὑπάρχοντος πρὸς παραχειμασίαν Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 12.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
mal situé, peu convenable.
Étymologie: ἀ, εὔθετος.
Spanish (DGE)
-ον
inconveniente ἀνευθέτου δὲ τοῦ λιμένος ὑπάρχοντος πρὸς παραχειμασίαν como el puerto no fuera adecuado para invernar, Act.Ap.27.12.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and εὔθετος; not well set, i.e. inconvenient: not commodious.
English (Thayer)
ἀνευθετον, not convenient, not commodious, not fit: Moschion 53).)