ὀρύσσω

From LSJ
Revision as of 18:13, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρύσσω Medium diacritics: ὀρύσσω Low diacritics: ορύσσω Capitals: ΟΡΥΣΣΩ
Transliteration A: orýssō Transliteration B: oryssō Transliteration C: orysso Beta Code: o)ru/ssw

English (LSJ)

Od.10.305, Att. ὀρύττω (late pres. imper.

   A ὄρυγε IG12(5).519 (Seriphos)): fut. ὀρύξω Il.7.341 : aor. ὤρυξα, Ep. ὄρυξα as always in Hom., Od.11.25, al.: pf. ὀρώρῠχα (κατ-) Pherecr.145.19 : plpf. ὠρωρύχειν App.BC4.107:—Med., aor. ὠρυξάμην Hdt.1.186, A.R.3.1032, etc.:—Pass., fut. ὀρυχθήσομαι (κατ-) Antipho 3.2.10, also ὀρῠχήσομαι (κατ-) Ar.Av.394 (Elmsl.) and ὀρωρύξομαι Suid. s.v. ὤρυσσον (prob.): aor. ὠρύχθην Hdt.1.186, etc.: pf. ὀρώρυγμαι Id.2.158, etc.; in compds., ὤρυγμαι (κατ- Antipho 3.3.12 codd., ὑποκατ- Sophr.3, δι- Luc.Tim. 53, etc.): plpf. ὀρωρύγμην Hdt.1.186, Pl.Criti.118c, also ὠρωρύγμην (δι-) X.An.7.8.14.—An aor. 2 Act. ὤρῠγον occurs in Philostr. VA1.25: Pass. ὠρύγην OGI72.7,673.6 (Egypt, i A. D.), (δι-) Hld.9.7, Gp.4.3.2, (κατ-) f.l. in X.An.5.8.11 :—dig, ὀρύξομεν ἐγγύθι τάφρον Il.7.341; βόθρον ὄρυξα Od.11.25; ἔλυτρον Hdt.1.186; ὀρύγματα Id.4.200; ταῖς ὁπλαῖς εὐνάς Ar.Eq.605; ὑπόνομον ἐκ τῆς πόλεως Th.2.76: abs., ὤρυσσον ὑπὸ μαστίγων Hdt.7.22 ; ἐὰν ὀρύξῃ τις παρὰ τὴν θάλασσαν Arist.Pr. 933b33 :—Med., δεξαμενὰς ὀρύξασθαι Hdt.3.9:—Pass., ὀρώρυκται (sc. ἡ διῶρυξ) Id.2.158 ; τὸ ὀρυχθέν, = τὸ ὄρυγμα, the trench, Id.1.186.    II dig up, [μῶλυ] Od.10.305 ; κυκλάμινον Theoc.5.123: Med., λίθους ὠρύξατο had stones dug or quarried, Hdt.1.186:—Pass., ὁ ὀρυσσόμενος χοῦς the soil that was dug up, ib.185 ; ὑπὸ μεταλλείας ὀρύττεσθαι Pl.Criti. 114e.    III dig through, i. e. make a canal through (like διορύσσειν), τὸν ἰσθμὸν ὀ. Orac. ap. Hdt.1.174 ; τὸ χωρίον ὀρώρυκτο Id.1.186 ; of moles, burrow, either abs., as Arist.HA606a2 ; or γῆν ὀ., Id.Mir.842b4.    IV bury, ἔγχος . . γαίας ὀρύξας ἔνθα μήτις ὄψεται (where γαίας depends on ἔνθα) S.Aj.659, cf. X.Oec.19.2.    V of a wrestler, dig into, gouge a tender part, τὠφθαλμώ Ar.Av.442, cf. Pax899, Philostr. VA8.25 ; gouge out, ὀφθαλμὸν ὤρυττέν τις ὥσπερ ἰχθύος Antiph.119.

German (Pape)

[Seite 388] att. ὀρύττω, perf. ὀρώρυχα u. ὀρώρυγμαι, g raben; τάφρον, Il. 7, 341. 440; βόθρον, Od. 10, 517. 11, 25; κρύψω τόδ' ἔγχος γαίας ὀρύξας, Soph. Ai. 644; τὸ χωρίον ὀρώρυκτο, Her. 1, 186; ἰσθμόν, 1, 174, d. i. durchgraben; auch med., ausgraben lassen, λίθους ὠρύξατο, 1, 186; – τὴν γῆν, Plat. Euthyd. 288 e; ὑπὸ μεταλλείας ὀρυττόμενα, Critia. 114 e; ὀρώρυκτο, ὀρυχθείς, 118 c; ὑπόνομον ἐκ τῆς πόλεως ὀρύξαντες, Thuc. 2, 76; Sp. – Auch = eingraben, ὁπόσον βάθος ὀρύττειν δεῖ τὸ φυτόν, Xen. Oec. 19, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρύσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. ὀρύξω Ἰλ. Ζ. 341: ἀόρ. ὤρυξα, Ἐπικ. ὄρυξα, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.: πρκμ. ὀρώρῠχα (κατ-) Φερεκράτ. ἐν «Χείρωνι» 1. 19: ὑπερσ. ὠρωρύχειν Ξεν. Ἀν. 6. 8, 4. ― Μέσ., ἀόρ. ὠρυξάμην Ἡρόδ. καὶ μεταγενέστ. συγγραφ. ὡς Λουκ.: ― Παθ., μέλλ. ὀρυχθήσομαι (κατ-) Ἀντιφῶν 122. 17· ὡσαύτως ὀρῠχήσομαι (κατ-) Ἀριστοφ. Ὄρν. 394 καὶ ὀρωρύξομαι Σουΐδ., ἴδε Cobet V. LL. 243: ἀόρ. ὠρύχθην Ἡρόδ., Ἀττ.· σπανίως ὤρυγμαι (ὑποκατώρυκται Σώφρων 33 Αhr., διώρυκται Λουκ. Τίμων 53, κτλ.): ὑπερσ. ὀρωρύγμην Ἡρόδ., Πλάτ. Κριτί. 118C, Ἀττ. καὶ ὠρωρύγμην (δι-) Ξεν. Ἀν. 7. 8, 14. ― Ἐνεργ. ἀόρ. β΄ ὤρῠγον ἀπαντᾷ παρὰ Φιλοστρ. 33· παθ. ὠρύγην (δι-) Ἡλιόδ. 9. 7, Γεωπ., διάφ. γραφ. Ξεν. Ἀν. 5. 8, 11· καὶ παθ. μέλλ. β΄ ὀρυγήσομαι (δι-) Συνεσ. 185C, διάφ. γραφ. Ἀριστοφ. Ὄρν. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― πρβλ. ἀν-, δι-, κατορύσσω. (Τῆς √ΟΡΥΧ (πρβλ. ΝΥΧ, νύσσω, ΠΤΥΧ, πτύσσω) δὲν εὑρέθησαν εἰσέτι τὰ ἴχνη). Σκάπτω, Λατ. fodio, ὀρύξομεν ἐγγύθι τάφρον Ἰλ. Ζ. 341· βόθρον ὄρυξε Ὀδ. Λ. 25· ἔλυτρον Ἡρόδ. 1. 186· ὄρυγμα 4. 200· ταῖς ὁπλαῖς εὐνὰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 605· ὑπομονὴν ἐκ τῆς πόλεως Θουκ. 2. 76· ἀπολ., ὤρυσσον ὑπὸ μαστίγων, ἠναγκάζοντο νὰ σκάπτωσιν ὑπὸ ..., Ἡρόδ. 7. 21· ἐὰν ὀρύξῃ τις παρὰ τὴν θάλασσαν Ἀριστ. Προβλ. 23. 21. ― Παθητ., ὠρύχθη (δηλ. ἡ τάφρος) Ἡρόδ. 2. 158· τὸ ὄρυγμα, τάφρος, ὁ αὐτ. 1. 186. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 314. ΙΙ. ἐξορύσσω, μῶλυ Ὀδ. Κ. 305· ὡσαύτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, λίθους ὀρύσσομαι, βάλλω τινὰ νὰ σκάψῃ καὶ ἐξαγάγῃ λίθους, Ἡρόδ. 1. 186, πρβλ. 3. 9. ― Παθ., ὁ ὀρυσσόμενος χοῦς, τὸ χῶμα τὸ ἐξαγόμενον διὰ τῆς ὀρύξεως, ὁ αὐτ. 1. 185· ὑπὸ μεταλλείας ὀρύττεσθαι Πλάτ. Κριτί. 114Ε· ἐν λ. ὀρυκτός. 2) μεταφορ., ὀφθαλμὸν ὀρ. Ἀντιφάνης ἐν «Κιθαρῳδῷ» 2. ΙΙΙ. σκάπτω διὰ μέσου, σχηματίζω διώρυχα (ὡς τὸ διορύσσειν), τὸ ἰσθμὸν ὀρ. Χρησμ. παρ’ Ἡρόδ. 1. 174· οὕτω, τὸ χωρίον ὀρώρυκτο ὁ αὐτ. 1. 186· ― οὕτως ἐπὶ τῶν ἀσπαλάκων, σκάπτω ὑπογείως καὶ ἀνυψώνω χῶμα, εἴτε ἀπολ., ὡς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 27 (28), 2· ἢ γῆν ὀρ., ὡς παρὰ τῷ αὐτῷ π. Θαυμασ. 124. IV. θάπτω, «παραχώνω», ἔνθα), Σοφ. Αἴ. 659, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 19, 2. V. πὺξ ὀρ., ἐπὶ πύκτου, καταφέρω ἰσχυρὸν κτύπημα, βυθίζω τὴν πυγμήν μου εἰς τὸ σῶμα τοῦ ἄλλου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 898· ὡσαύτως ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, ὡς τὸ Λατ. fodere, αὐτόθι, πρβλ. Ὄρν. 442. ― «Ἐν συνθέσει διὰ τοῦ ω μέν, ἐὰν ἡ προηγουμένη συλλαβὴ εἶτε βραχεῖα, διὰ τοῦ ο δέ, ἐὰν εἶνε μακρά, φρεωρύχος, διῶρυξ, -υχος, τυμβορύκτης, νεκρορύκτης, ἀλλ’ ὅμως διορυχή, διόρυξις, διόρυγμα, διορυκτὸς» Ζηκίδης ἐν Χρηστ. Λεξ. ἐν λ. ― Κατὰ δὲ Χαριτωνίδην (ἐν Βιβλιοκρισίᾳ Χρηστ. Λεξ. Ζηκίδου) «τῶν μὲν εἰς -υχος ὀνομάτων ἡ προπαραλήγουσα γράφεται διὰ τοῦ ω, οἷον χρυσωρύχος, τυμβωρύχος, τοιχωρύχος, ὀφθαλμορύχος, κτλ., τῶν δὲ εἰς -υκτης διὰ τοῦ ο μικροῦ, νεκρορύκτης, ταφρορύκτης, τοιχορύκτης κτλ.»

French (Bailly abrégé)

impf. ὤρυσσον, f. ὀρύξω, ao. ὤρυξα, pf. inus. ; pqp. ὠρωρύχειν;
Pass. ao. ὠρύχθην, pf. ὀρώρυγμαι, pqp. ὠρωρύγμην;
1 creuser, fouiller : ἰσθμόν HDT percer un isthme;
2 enterrer, enfouir, acc.;
3 déterrer, faire sortir en creusant, acc..
Étymologie: R. Ὀρυγ, creuser.

English (Autenrieth)

inf. ὀρύσσειν, aor. ὄρυξα: dig, dig up, Od. 10.305.

Spanish

cavar, hacer un hoyo

English (Strong)

apparently a primary verb; to "burrow" in the ground, i.e. dig: dig.

English (Thayer)

1st aorist ὤρυξα; from Homer down; the Sept. for חָפַר, כָּרָה, etc.; to dig: to make τί by digging, τί ἐν τίνι, ἐν τῇ γῆ, T Tr WH ὤρυξεν γῆν). (Compare: διορύσσω, ἐξορύσσω.)