χερουβίμ

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß

Menander, Monostichoi, 111

English (Strong)

plural of Hebrew origin (כְּרוּב); "cherubim" (i.e. cherubs or kerubim): cherubims.

Greek Monolingual

και χερουβείμ, τα, ΝΜΑ, και χερουβίν ΜΑ
ανώτατη τάξη ουράνιων, αγγελικών όντων, κοντά στον θρόνο του θεού, για να τον υμνούν και να καλύπτουν την δόξα του από βέβηλα μάτια (α. «ὁ ἐπὶ τοῡ θρόνου δόξης τῶν χερουβίμ ἐπαναπαυόμενος», Ακολ. Όρθρ.
β. «τί... ἐστί χερουβίμ; πεπληθυσμένη γνῶσις», Ιωάνν. Χρυσ.
γ. «ἔταξε τὰ χερουβὶμ καὶ τὴν φλογίνην ῥομφαίαν... φυλάσσειν τὴν ὁδὸν τοῡ ξύλου τῆς ζωῆς», ΠΔ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. kerūbīm].