σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
ἐπιφαύω: ἐπιλάμπω, τινὶ Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. ε΄, 14.
c. ἐπιφαύσκω.Étymologie: ἐπί, φαύω.
a form of ἐπιφαίνω; to illuminate (figuratively): give light.
ἐπιφαύω: (φάος), λάμπω, αστράφτω πάνω σε, τινί, σε Καινή Διαθήκη