συνεισάγω
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ],
A bring in together, τὰ ἐπιτήδεια X.Cyr.3.2.24; τὰ ἱερὰ ὀφειλήματα PEleph.26.6 (iii B.C.); ἡ ἔχθρα σ. τῷ μίσει φθόνον Plu.2.91b, cf.Placit.1.27.3, Hierocl.in CA6p.428M., 22p.468M.:—Med., πυροῦ [ἀρτάβας] σ. τῇ ἐφετείᾳ φορολογίᾳ BGU1760.28 (i B.C.):— Pass., ᾧ συνεισάγεται in which is included . ., S.E.P.2.86, cf. Steph. in Hp.1.107D.
German (Pape)
[Seite 1011] (s. ἄγω), mit od. zugleich einführen, einbringen; Her. 5, 75; τὰ ἐπιτήδεια, Xen. Cyr. 3, 2, 24; – sc. στρατόν, zugleich einen Einfall thun, Sp.