ἀναγγέλλω

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναγγέλλω Medium diacritics: ἀναγγέλλω Low diacritics: αναγγέλλω Capitals: ΑΝΑΓΓΕΛΛΩ
Transliteration A: anangéllō Transliteration B: anangellō Transliteration C: anaggello Beta Code: a)nagge/llw

English (LSJ)

(v. ἀγγέλλω)

   A carry back tidings of, report, τι A.Pr.661; πάντ' ἀναγγεῖλαι φίλοις E.IT761; τῷ Βρασίδᾳ τὴν ξυνθήκην Th.4.122, etc.; τι τῷ δήμῳ Arist.EN1113a9; ἐν ἁλία, of valuers, Tab.Heracl.1.118; τι πρός τινα Plb.1.67.11: c. part., tell of person doing, X.Ages. 5.6:—Pass., ὡς ἀνηγγέλθη τεθνεώς Plu.Per.18.    II proclaim, τοὺς στεφάνους OGI6 (Scepsis), SIG412.13 (Delph.):—Pass., of rewards, ἀνηγγέλθαι αὐτῷ ἀργύριον Aen.Tact.10.15.

German (Pape)

[Seite 182] berichten, melden, χρησμούς Aesch. Prom. 66 1; Eur. I. T. 760; Polyb. oft τί τινι, auch πρός τινα, 1, 67, 11; bes. von Gesandten, die zurückkehren und Bericht erstatten, Xen. An. 1, 3, 21; ἰδὼν ἀνήγγειλε Ages. 5, 6; Pol. 25, 2, 7. – Oft im N. T. Auch πόλεμον, Dion. Hal. 3, 3. – Pass. öffentlich be Kannt werden, Plut. Pericl. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναγγέλλω: (ἴδε ἀγγέλλω), ἐπανέρχομαι φέρων ἀγγελίας, ἀγγέλλω Λατ. renuncieare, τι Αἰσχύλ. Πρ. 661: πάντ’ ἀναγγεῖλαι φίλοις Εὐρ. Ι. Τ. 761 · τῷ Βρασίδᾳ τὴν ξυνθήκην Θουκ. 4. 122, κτλ.· τι πρός τινα Πολυβ. 1. 67, 11: μ. μετοχ. λέγω περί τινος προσώπου πράττοντός τι, Ξεν. Ἀγησ. 5. 6: - οὕτως ἐν τῷ παθητικῷ, ὡς ἀνηγγέλθη τεθνεὼς Πλουτ. Περικλ. 18. 2) ἀν. τῷ δήμῳ, Λατ. referre ad populum, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 5, 18.

French (Bailly abrégé)

f. ἀναγγελῶ, ao. ἀνήγγειλα;
1 revenir annoncer ; annoncer : τί τινι qch à qqn;
2 rapporter, redire ce que qqn a dit.
Étymologie: ἀνά, ἀγγέλλω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [impf. ind. ἀνεγγέλλοσαν PCair.Zen.270.2 (III a.C.), fut. ἀνανγελίοντι TEracl.1.118 (IV a.C.), aor. pas. ἀνηγγέλη Ep.Rom.15.21]
anunciar, comunicar, dar a conocer, proclamar c. ac. χρησμούς A.Pr.661, τὰς τυχούσας ... φωνάς Epicur.Fr.[119] 11, τὴν νίκην D.C.56.17.1, τὴν δικαιοσύνην LXX Ps.21.31, τὸ ὄνομα κυρίου LXX Ps.101.22, cf. Act.Ap.14.27
esp. de premios τοὺς στεφάνους OGI 6.30 (Escepsis), cf. IEryth.35.13 (III a.C.), ἀνηγγέλθαι ... ἀργύριον Aen.Tact.10.15
c. dat. ἀνήγγελλέ μοι Epicur.Fr.[80] 16, cf. PCair.Zen.2702, 492.4
c. ac. y dat. πάντ' ἀναγγεῖλαι φίλοις E.IT 761, τῷ βρασίδᾳ ἀνήγγελλον τὴν ξυνθήκην Th.4.122, cf. Arist.EN 1113a9, SB 7986.6 (III a.C.), PPetr.2.11.2.5 (III a.C.), Plu.2.208f, LXX Ib.11.6, Herm.Vis.2.1.3
c. ac. y régimen prep. τἀναντία πρὸς τοὺς πολλοὺς ἀναγγέλλειν Plb.1.67.11, en v. pas. ἀναγγελθέντων δὲ τούτων εἰς τοὺς ὄχλους Plb.23.16.8
c. dat. y régimen prep. οἷς οὐκ ἀνηγγέλη περὶ αὐτοῦ Ep.Rom.l.c., ἀναγεῖλαι Ζήνωνι περὶ τῶν προβάτων PMich.Zen.86.2
c. conj. ἀνήγγειλαν οὖν, εἴ τις ... σῦλον ἔχει ... ἀπογράψασθαι Arist.Oec.1347b24
c. part. anunciar, decir de alguien que Ἀγησίλαον δέ τι πράξαντα X.Ages.5.6, ὡς ἀνεγγέλθη τεθνεώς Plu.Per.18
abs. TEracl.1.118 (IV a.C.), Epicur.Fr.[20.4] 6a.3, ἀνάγγειλον κατὰ τὰ ῥήματά σου LXX Iu.10.16.

English (Strong)

from ἀνά and the base of ἄγγελος; to announce (in detail): declare, rehearse, report, show, speak, tell.

English (Thayer)

imperfect ἀνήγγελλον; (future ἀναγγελῶ); 1st aorist ἀνήγγειλα; 2nd aorist passive ἀνηγγέλην, Sept.; Winer s Grammar, 82 (78); (Veitch, under the word ἀγγέλλω)); to announce, make known (cf. ἀνά, 3b.): τί, ὅτι, L marginal reading WH text T εἶπεν); ὅσα κτλ. R G L marginal reading); (absolutely with εἰς, Rec.); equivalent to disclose: τί τίνι, περί τίνος, to report, bring back tidings, rehearse, used as in Greek writers (Aeschylus Prom. 664 (661); Xenophon, an. 1,3, 21; Polybius 25,2, 7) of messengers reporting what they have seen or heard (cf. ἀνά as above): τί, L T Tr WH ἀπήγγειλαν); 2 Corinthians 7:7.

Greek Monolingual

ἀναγγέλλω)
1. φέρνω αγγελία, ανακοινώνω, γνωστοποιώ
2. ειδοποιώ για την επίσκεψη προσώπου
αρχ.
1. μιλώ για κάποιον
2. προκηρύσσω, ορίζω ανταμοιβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α)- + ἀγγέλλω.
ΠΑΡ. αναγγελία, αναγγελτήριος, αναγγελτικός].