νωθρός

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωθρός Medium diacritics: νωθρός Low diacritics: νωθρός Capitals: ΝΩΘΡΟΣ
Transliteration A: nōthrós Transliteration B: nōthros Transliteration C: nothros Beta Code: nwqro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A = νωθής, Hp.VM10, Prorrh.1.102,117, etc. ; ν. σφυγμοί Id.Coac.136, Aret.SA2.9 ; καταφορὴ ν. falling into a heavy sleep, Hp.Epid.3.6, cf. Nic.Th.165 ; ν. κινήσεις Arist.PA696b6 ; ν. σύνεσις Demetr.Lac.Herc.1014.58 ; τῇ κινήσει ν. Arist.HA622b32 ; ν. ὁδίτης Call.Fr.275 ; νωθρότερος τὴν ἀκοήν Hld.5.1. Adv. -θρῶς Archyt. I ; leisurely, gradually, Hp.Aph.2.7 : neut. as Adv., ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα AP5.54 (Diosc.).    2 of the mind, ν. καὶ λήθης γέμοντες Pl. Tht.144b, cf. Amips.16 (Comp.) ; στόματα Anaxipp.1.44 (Comp.) ; ν. καὶ μωροί Arist.Pr.954a31 ; ἡσύχιος καὶ ν. Plb.31.23.11 ; νωθραῖς ἐλπίσιν Babr.16.7. Adv. ἀγεννῶς καὶ νωθρῶς Plb.3.90.6.    II Act., making sluggish, νότοι Hp.Aph.3.5, cf. S.E.M.6.48.

Greek (Liddell-Scott)

νωθρός: -ά, -όν, = νωθής, δυσκίνητος, ὀκνηρός, χαῦνος, χαλαρός, Ἱππ. 75Η, 77D, κτλ.· ν. σφυγμὸς 137D· ν. καταφορά, βαρὺς ἢ βαθὺς ὕπνος, 1085G· νωθρότερος τὴν ἀκοὴν Ἡλιόδ. 5. 1. ― Ἐπίρρ. -θρῶς, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Πολύβ. 3. 90, 6· ἀνέτως, μεθ’ ἡσυχίας, Ἱππ. Ἀφ. 1244· ὡσαύτως οὐδ. ὡς ἐπίρρ., ὄμμασι νωθρὰ βλέπουσα, νωθρῶς, ἡδυπαθῶς, Ἀνθ. Π. 5. 55. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, ν. πρὸς τὰς μαθήσεις Πλάτ. Θεαίτ. 144Β, νωθρότερον Ἀμειψίας ἐν «Σαπφοῖ» 1· νωθραῖς ἐλπίσιν Βαβρ. 16. 7. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ποιῶν τινα νωθρόν, χαῦνον, νότοι Ἱππ. Ἀφ. 1247, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. πρ. Μ. 6. 48. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «νωθρόν, νωχελές, ἀσθενές».

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
lent, nonchalant, paresseux.
Étymologie: νωθής.

English (Strong)

from a derivative of νόθος; sluggish, i.e. (literally) lazy, or (figuratively) stupid: dull, slothful.

English (Thayer)

νωθρα, νωθρον (equivalent to νωθής, from νή (cf. νήπιος) and ὠθέω (to push; others, ὄθομαι to care about (cf. Vanicek, p. 879)), cf. νώδυνος, νώνυμος, from νή and ὀδύνη, ὄνομα), slow, sluggish, indolent, dull, lanuguid: Winer s Grammar, § 31,6a.; Buttmann, § 133,21), ταῖς ἀκοαῖς, of one who apprehends with difficulty, νωθρός καί παρειμένος ἐν τοῖς ἔργοις, νωθρός καί παρειμένος ἐργάτης, Clement of Rome, 1 Corinthians 34,1 [ET]. (Plato, Aristotle, Polybius, Dionysius Halicarnassus, Anthol., others) (Synonym: see ἀργός, at the end.)

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ νωθρός, -ά, -όν)
1. βραδυκίνητος, οκνηρός, χαύνος
2. ανόητος, βραδύνους («νωθροί πως ἀπαντῶσι περὶ τὰς μαθήσεις», Πλάτ.)
αρχ.
1. (για τις αισθήσεις) αμβλύςἐπεὶ νωθροὶ γεγόνατε ταῑς ἀκοαῑς», ΚΔ)
2. μικρός, ανίσχυρος
3. αυτός που κάνει κάποιον οκνηρό.
επίρρ...
νωθρώς και -ά (ΑΜ νωθρῶς, Α και νωθρά)
1. με δυσκίνητο τρόπο, χαλαρά, με χαυνότητα
2. με ανόητο τρόπο, βλακωδώς
αρχ.
1. βαθμηδόν και ήρεμα
2. ηδυπαθώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νωθής «οκνηρός, βραδύνους» + επίθημα -ρός (πρβλ. νέκυς: νεκρός)].