προσευχή

Revision as of 12:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (34)

English (LSJ)

ἡ,

   A prayer, οἶκος προσευχῆς, of the Temple, LXXIs.56.7; κατὰ τὰς κοινὰς ἡμῶν εὐχὰς καὶ προσευχάς BGU1080.5 (iii A.D.).    II place of prayer, sanctuary, chapel, IPE12.176 (Olbia), 2.52 (Panticapaeum); esp. among the Jews. synagogue, PEnteux.30.5 (iii B.C.), OGI726 (Egypt, iii B.C.), 96.6 (ibid., iii/ii B.C.), al., PTeb.86.18 (ii B.C.), Ph.2.523, J.Vit.54, Apion ap. eund.Ap.2.2, Act.Ap.16.13, Juv.3.296.

German (Pape)

[Seite 763] ἡ, 1) Gebet, Bitte an eine Gottheit, θεῶν, Plut. Timol. 25; N. T. – 2) Ort zum Beten, Bethaus, bes. der Juden, Sp., wie N. T.

Greek (Liddell-Scott)

προσευχή: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἐν τῷ οἴκῳ τῆς προσευχῆς μου, ἐπὶ τοῦ ἐν Ἱεροσολύμοις ναοῦ, Ἑβδ. (Ἡσαΐας ΝϚ΄, 7), πρβλ. Εὐαγγ. κ. Ματθ. κ΄, 13. ΙΙ. τόπος προσευχῆς, ἰδίως εὐκτήριος οἶκος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2079, 2114b καὶ bb (προσθῆκ.)˙ μάλιστα παρὰ τοῖς Ἰουδαίοις, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14. 10, 23, Φίλων 2. 523, κ. ἀλλ., πρβλ. Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 13, Juven. 3. 296.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 prière;
2 lieu de prière, temple NT.
Étymologie: προσεύχομαι.

Spanish

súplica

English (Strong)

from προσεύχομαι; prayer (worship); by implication, an oratory (chapel): X pray earnestly, prayer.

English (Thayer)

προσευχῆς, ἡ (προσεύχομαι), the Sept. for תְּפִלָּה, equivalent to εὐχή πρός τόν Θεόν (cf. πρός, IV.
1. prayer addressed to God: T WH omit; Tr brackets the verse); ταῖς προσευχαῖς is a dative commodi, for, in aid of, the prayers (Winer s Grammar, § 31,6c.; cf. Green, p. 101 f)); οἶκος προσευχῆς, a house devoted to the offering of prayer to God, προσευχή καί δέησις, δέησις); plural, ἡ προσευχή τοῦ Θεοῦ, prayer to God, εὐχαριστία Θεοῦ, πίστις, 1a.); πρός τόν Θεόν ὑπέρ (L T Tr WH περί) τίνος, προσευχή προσεύχεσθαι, a Hebraistic expression (cf. Winer s Grammar, § 54,3; (Buttmann, § 133,22a.)), to pray fervently, a place set apart or suited for the offering of prayer; i. e.
a. a synagogue (see συναγωγή, 2b.): προσευχήν; see Grimm's Commentary at the passage); Philo in Flaccum § 6 (also § 14); leg. ad Gaium §§ 20,43, 46; Juvenal, sat. 1,3, 296; συνάγονται πάντες εἰς τήν προσευχήν, μέγιστον οἴκημα πολύν ὄχλον ἐπιδέξασθαι δυνάμενον, Josephus, Vita §54.
b. a place in the open air where the Jews were accustomed to pray, outside of those cities where they had no synagogue; such places were situated upon the bank of a stream or the shore of the sea, where there was a supply of water for washing the hands before prayer: Josephus, Antiquities 14,10, 23, cf. Epiphanius haer. 80,1. Tertullian in his ad nationes 1,13: makes mention of the orationes litorales of the Jews, and in his de jejuniis c. 16 says "Judaicum certe jejunium ubique celebratur, cure omissis templis per omne litus quocunque in aperto aliquando jam preces ad carlurn mittunt." (Josephus (c. Apion. 2,2, 2) quotes Apion as representing Moses as offering αἴθριοι προσευχαί.) Cf. DeWette, Archäologie, § 242; (Schürer, Zeitgesch. § 27 vol. ii., p. 369ff). Not used by secular authors except in the passages cited above from Philo, Josephus, and Juvenal (to which add Cleomedes 71,16; cf. Boeckh, Corpus inscriptions 2:1004 no. 2114b. and 1005 no. 2114bb. (81> A.D. 81), see Index under the word).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ προσεύχομαι
θρησκειολ. πράξη επικοινωνίας του ανθρώπου με τον θεό, ή τους θεούς, με το υπέρτατο βασίλειο ή με τις υπερφυσικές δυνάμεις, ατομική ή ομαδική, δημόσια ή κατά μόνας, με απαγγελία, άσμα, ψιθυριστά ή σιωπηλά (α. «ἐν τῷ οἴκῳ τῆς προσευχῆς μου», ΠΔ
β. «κατὰ τὰς κοινὰς ἡμῶν εὐχὰς καὶ προσευχάς», πάπ.)
νεοελλ.
φρ. α) «χαλί προσευχής» — τύπος χαλιού της κεντρικής και δυτικής Ασίας που χρησιμοποιείται από τους μουσουλμάνους για να καλύπτουν το γυμνό έδαφος ή το δάπεδο και να γονατίζουν την ώρα που προσεύχονται
β) «βιβλίο προσευχών» — ευχολόγιο της Αγγλικανικής Εκκλησίας
αρχ.-μσν.
τόπος προσευχής.