ἀπόδημος

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόδημος Medium diacritics: ἀπόδημος Low diacritics: απόδημος Capitals: ΑΠΟΔΗΜΟΣ
Transliteration A: apódēmos Transliteration B: apodēmos Transliteration C: apodimos Beta Code: a)po/dhmos

English (LSJ)

Dor. -δᾱμος, ον,

   A away from one's country, abroad, οὐκ ἀ. Ἀπόλλωνος τυχόντος Pi.P.4.5, cf. Plu.2.799f, etc.; ἀ. ἐπέρχεσθαι from abroad, CIG3344 A (Smyrna); ἀ. στρατεία Luc.Am.6: metaph., τῆς ἐμῆς γνώμης Hp.Ep.17:—less Att. than ἔκδημος, Moer.143, cf. Poll.1.177.

German (Pape)

[Seite 301] nicht daheim, in der Fremde, abwesend, verreis't, Pind. P. 4, 5; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόδημος: Δωρ. -δᾱμος, ον, ὁ ἀποδημῶν, ὁ ζῶν ἢ ταξειδεύων ἐν ξένῃ χώρᾳ, Πινδ. Π. 4. 8., Πλούτ. 2. 799F, κτλ.· ἀπ. ἐπέρχεσθαι, ἐκ τῆς ξένης, Συλλ. Ἐπιγρ. 3344Α: - ἧττον Ἀττ. τοῦ ἔκδημος, «ἔκδημος, Ἀττικῶς· ἀπόδημος, Ἑλληνικῶς» Μοῖρ. 143.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui voyage hors de son pays.
Étymologie: ἀπό, δῆμος.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): dór. -δᾱμος Pi.P.4.5
1 de pers. que está en el extranjero οὐκ ἀποδάμου Ἀπόλλωνος τυχόντος Pi.P.4.5, ἄγει δὲ καὶ ἀποδήμους Antipho Soph.B 81a, ἀνδρὸς ἀποδήμου Plu.2.799e, ἀπόδημον νυμφίον ἐκ πελάγους εἶδον ἐπερχόμενον GVI 1948.3 (Esmirna III d.C.), ὡς ἄνθρωπος ἀπόδημος ἀφεὶς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ Eu.Marc.13.34
subst. τοὺς ... ἀποδήμους ... ἀποδοῦναι τὴν τιμήν SIG 279.25 (Zelea IV a.C.), de ahí Ἀπόδημοι, -ων, οἱ Los viajeros tít. de una comedia de Teófilo AB 724
fig. alejado τῆς ἐμῆς γνώμης alejado de mi pensamiento Hp.Ep.17 (p.366).
2 que va al extranjero ἀ. στρατεία Luc.Am.6.

English (Strong)

from ἀπό and δῆμος; absent from one's own people, i.e. a foreign traveller: taking a far journey.

English (Thayer)

ἀποδημον (from ἀπό and δῆμος the people), away from one's people, gone abroad: R. V. sojourning in another country). (From Pindar down.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀπόδημος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται μακριά από την πατρίδα του, ο ξενιτεμένος
2. φρ. «ο απόδημος ελληνισμός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + δήμος «εδαφική περιοχή, συνήθως για να δηλώσει τον τόπο καταγωγής κάποιου»].