ἐπικάλυμμα
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
English (LSJ)
[κᾰ], ατος, τό,
A cover, veil, πλοῦτος πολλῶν ἐ. ἐστιν κακῶν Men.90. II. in animals, covering of any orifice, of the gills of fish, Arist.HA505a1, PA696b3; of the opercula of crabs and other crustacea, Id.HA527b26, 541b26, cf. 530a21.
German (Pape)
[Seite 945] τό, das Darübergedeckte, die Decke, Deckmantel, Menand. Stob. fl. 91, 19. Bei Arist. H. A. 5, 7 heißt der Krebsschwanz so.
English (Thayer)
ἐπικαλυμτος, τό (ἐπικαλύπτω), a covering, veil; properly, in the Sept.: Complutensian (cf. 39:21 Tdf.); metaphorically, equivalent to a pretext, cloak: τῆς κακίας, πλοῦτος δέ πολλῶν ἐπικαλυμμ' ἐστι κακῶν, Menander quoted in Stobaeus, flor. 91,19 (iii. 191, Gaisf. edition); quaerentes libidinibus suis patrocinium et velamentum, Seneca, vita beata 12).
Greek Monolingual
το (Α ἐπικάλυμμα) επικαλύπτω
νεοελλ.
εξωτερικό σκέπασμα, κάλυμμα της επιφάνειας, επένδυση
αρχ.
1. κάλυμμα, μέσο συγκαλύψεως («πλοῦτος πολλῶν ἐπικάλυμμά ἐστι κακῶν», Μέν.)
2. (για το σώμα) οτιδήποτε καλύπτει ένα άνοιγμα.