σῖτος
κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest
English (LSJ)
ὁ, heterocl. pl. σῖτα, τά, Xenoph.2.8, Hdt.4.128, 5.34 (neut. sg. σῖτον only Delph.3(5).3 ii 19 (iv B.C.)):—
A grain, comprehending both wheat (πυρός) and barley (κριθή), ἐν [Ἰθάκῃ] σ. ἀθέσφατος ἐν δέ τε οἶνος γίγνεται Od.13.244; περὶ σίτου ἐκβολήν about the shooting of the corn into ear, Th.4.1; τοῦ σ. ἀκμάζοντος at its ripening, Id.2.19; πρὶν τὸν σ. ἐν ἀκμῇ εἶναι Id.4.2; τὸν νέον σ. σὺν τῇ καλάμῃ ἀποκείμενον X.An.5.4.27; σ. ἀληλεσμένος or -εμένος ground corn, Hdt.7.23, Th.4.26; σ. ἀπηλοημένος D.42.6; σῖτον ἐσαγαγεῖν Th.2.6, etc.; σ. ἐπείσακτος D.18.87; σίτου εἰσαγωγή, ἐξαγωγή, Arist.EN1133b9, IG12.57.35; συγκομιδή X.HG7.5.14; ἐγδοχεία PMich.Zen.23 (iii B.C.); comprehending πυρός, κριθή, ὄλυρα, and φακός, PTeb.66.41 (ii B.C.); περὶ τοῦ σ. καὶ τοῦ σησάμου PMich.Zen.43.3 (iii B.C.); ὁ σ. καὶ τὰ λάχανα as examples of πόα, Thphr.HP1.3.1. 2 food made from grain, bread, opp. flesh-meat, σ. καὶ κρέα Od.9.9, 12.19, cf. Hdt.2.168; σῖτον ἔδοντες, a general epith. of men as opp. to beasts, ὅσσοι νῦν βροτοί εἰσιν ἐπὶ χθονὶ σ. ἔδ. Od.8.222, cf. 9.89; of savages, who eat flesh only, οὐδέ τι σῖτον ἤσθιον Hes.Op.146; of civilized men, σῖτον καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται Hdt.4.17; σωρὸν σίτου κεχυμένον Id.1.22; ἐσθίειν ἐπὶ τῷ σ. ὄψον X.Mem.3.14.2; κάρδαμον ἔχειν ἐπὶ τῷ σ. Id.Cyr.1.2.11; πίνειν ὕδωρ ἐπὶ τῷ σ. ib.6.2.27, cf. Plu. Them.29, with Id.2.328f. 3 in a wider sense, food, as opp. to drink, σ. ἠδὲ ποτής Od.9.87, cf. Il.19.306; σ. καὶ οἶνος Od.3.479, Il.9.706; σ. καὶ μέθυ Od.4.746, etc.; even of porridge (κυκεών), 10.235; σῖτα καὶ ποτά Hdt.5.34, X.An.2.3.27; σ. ποιεῖν καὶ οἶνον Pl.R.372a; ἄκμηνος σίτοιο Il.19.163, cf. A.Fr.182; εὐνὴ καὶ σ. Od. 20.130, cf. Il.24.129; ὕπνον καὶ σ. αἱρεῖσθαι Th.2.75; provisions, σῖτα ἀναιρέεσθαι Hdt.4.128; παρέχειν σῖτα καὶ νέας Id.7.21; παρέχειν μέχρι τριάκοντα ἡμερῶν σ. Foed. ap. Th.5.47. 4 rarely of beasts, fodder, Hes.Op.604, E.HF383 (lyr.), X.Eq.4.1.—In the general sense of food, Prose writers prefer the dim. form σιτία, τά. II in Att. Law, allowance of grain made to widows and orphans. σῖτον διδόναι, ἀποδιδόναι, D.27.15, 28.11, Arist.Ath.56.7. 2 δίκην σίτου δικάσασθαι, bring an action under the Athen. Corn-law against regraters and monopolists, Is.3.9, cf. D.59.52. 3 allowance made to the Ἱππεῖς, IG12.304.4, al. 4 public distribution of corn in Rome, Lat. frumentatio, τὸν ἐπὶ τοῦ σίτου ὄντα ἐν Ῥώμῃ Arr.Epict.1.10.2.
German (Pape)
[Seite 886] ὁ, Weizen, übh. Getreide, Korn; im natürlichen Zustande, σῖτον καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται, Her. 4, 17; daher σίτου ἀκμάζοντος, Thuc. 2, 19; Xen. Hell. 1, 3, 4; σίτου συγκομιδῆς οὐσης, 7, 5, 14, u. ähnliche Zeitbestimmungen; περὶ τὴν τοῦ σίτου κάθαρσιν, Plat. Tim. 52 e; – zubereitet, Mehl, Brot, daher auch ganz im Allgemeinen, Kost, Nahrung, Soeise, Lebensmittel, oft bei Hom. u. Hes. u. in Prosa, durchgängig von menschlicher Nahrung, daher die Menschen ndh. σῖτον ἔδοντες heißen, Od. 8, 222. 9, 40. 10, 101; in der Regel von Nahrungsmitteln, welche aus Getreide bereitet sind, Brot, Graupen, Mehlspeisen, im Ggstz zum Fleische, σῖτος καὶ κρέα, 9, 8. 12, 19. 15, 334. 22, 21, Hes. sagt von Menschen, die im wilden Zustande Nichts als Fleisch essen, οὐδέ τι σῖτον ἔσθιον, O. 148, doch steht es auch in weitern Sinne übh. für Soeise, im Ggsg zum Tranke, σῖτος ήδὲ ποτής, Od. 9, 87. 10, 58 ll. 19. 306, σῖτος καὶ οἶνος, Od. 8, 479. 14. 46. 20, 312 u. öfter, σῖτος καὶ μέθυ, 4, 746. 7, 265. 17, 533 u. sonst; σῖτα καὶ ποτά, Her. 5, 34. 65; σῖτον τακτὸν καὶ μεμαγμένον, Thuc. 4, 16; ἀληλεσμένον, 4, 26; πώματος ἢ σίτου δόσει, Plat. Legg. IX, 865 b; ὑπὸ σίτων καὶ ποτῶν, Prot. 353 c; neben οἶνος Xen. Cyr. 6, 2, 26; ποτόν, 4, 2, 34; Od. 10, 235 steht es auch von dem κυκεών, einem dicken breiartigen Tranke. – Im attischen Recht nach Harpocr. σῖτος καλεῖται ἡ διδομένη πρόσοδος εἰς τροφὴν ταῖς γυναιξὶν ἢ τοῖς ὀρφανοῖς; so σῖτον διδόναι, ἀποδιδόναι, Dem. 27. 15. 28, 11; also übh. Unterhalt; σίτου δίκην δικάζεσθαι, Is. 3, 9; σίτου δίκην λαχεῖν τινι, Dem. 59, 32; οἱ περὶ τὸν σῖτον ἀδικοῦντες, 24, 136 u. sonst, bezieht sich auf den unter strenger Aufsicht des Staates stehenden Getreidehandel. – Die Aerzte nennen auch die Ueberbleibsel und Abgänge genossener Speisen so, die Excremente, die auch σιτία heißen. – Der plur. σῖτα, der schon bei Her. 4, 128. 5, 34. 7, 21 vorkommt, ist bei den Attikern die gebräuchliche Form, aber ein sing. σῖτον existirt nicht, vgl. Porson Eur. Med. 994 u. Schaef. Soph. El. 1366.
Greek (Liddell-Scott)
σῖτος: ὁ, ἑτερογεν. ἐν τῷ πληθ. σῖτα, τά, Ἡρόδ. 4. 128., 5. 34, καὶ Ἀττ., πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 494˙- οὐδαμοῦ εὕρηται οὐδ. ἑνικ. σῖτον καὶ ὁ ἀρσ. πληθ. σῖτοι, σίτους μόνον παρ’ Εὐστ. ἐν Πονηματ. 140. 77˙- ὄνομα περιλαμβάνον καὶ τὸ «σιτάρι» (πυρὸς) καὶ τὴν κριθήν˙ ἐν [Ἰθάκῃ] σ. ἀθέσφατος ἠδὲ καὶ οἶνος γίγνεται Ὀδ. Ν. 244˙ περὶ σίτου ἐκβολήν, κατὰ τὸν χρόνον, καθ’ ὃν ὁ σῖτος σχηματίζεται εἰς στάχυν, Θουκ. 4. 1˙ τοῦ σίτου ἀκμάζοντος, ὡριμάζοντος, ὁ αὐτ. 2. 19˙ σ. ἐν ἀκμῇ ἐστι ὁ αὐτ. 3, 1., 4. 2˙ τὸν νέον σ. σὺν τῇ καλάμῃ ἀποκείμενον Ξεν. Ἀν. 5. 4, 27˙ σ. ἀληλεσμένος, ἀπηλοημένος, ἀληλεσμένος, κοπανισμένος, Ἡρόδ. 7. 23, Θουκ. 4. 26, Δημ. 1040. 22˙ σῖτον εἰσάγειν Θουκ. 2. 6, κτλ.˙ σ. ἐπείσακτος Δημ. 254. 20˙ σίτου εἰσαγωγή, ἐξαγωγὴ Ἀριστ. Ἀποσπ. 410, Ἠθικ. Ν. 5. 5, 13˙ συγκομιδὴ Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 14˙ πρβλ. σιτοφύλακες. 2) τροφὴ παρασκευαζομένη ἐκ σίτου, ἄρτος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἐκ κρέατος τροφήν, σῖτος καὶ κρέα Ὀδ. Ι. 9, Μ. 19, Ἡρόδ. 2. 168˙ σῖτον ἔδοντες, γενικὸν ἐπίθετον τῶν ἀνθρώπων κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ κτήνη, ὅσσοι νῦν βροτοί εἰσιν ἐπὶ χθονὶ σ. ἔδ Ὀδ. Θ. 222, πρβλ. Ι. 90˙ ἐντεῦθεν λέγεται ἐπὶ τῶν ἀγρίων, οἵτινες ἔτρωγον μόνον κρέας, ὅτι οὐδέ τι σῖτον ἤσθιον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡσ. 145˙ καὶ πρὸς ἔνδειξιν ὅτι ἄνθρωποί τινες δὲν εἶναι ἄγριοι λέγεται ὅτι, σῖτον καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται Ἡρόδ. 4. 17˙ σωρὸν σίτου κεχυμένον ὁ αὐτ. 1. 22˙ οὕτω λέγεται ὅτι ὁ Παλαμήδης ἐδίδαξε τοὺς ἀνθρώπους σῖτον εἰδέναι, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 181˙ πρβλ. σιτοφάγος˙ - ὡσαύτως, ἐσθίειν ἐπὶ τῷ σ. ὄψον Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 2˙ κάρδαμον ἔχειν ἐπὶ τῷ σ. ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 1. 2, 11˙ ὕδωρ πίνειν ἐπὶ τῷ σ. αὐτόθι 6. 2, 27, πρβλ. Πλουτ. Θεμ. 29, πρὸς τὸ παρὰ τῷ αὐτῷ 2. 328F. 3) ἐν εὐρυτέρᾳ σημασίᾳ, σίτοιο ἠδὲ ποτῆτος Ὀδ. Ι. 87, Ἰλ. Τ. 306˙ σ. καὶ οἶνος Ὀδ. Γ. 479, Ἰλ. Ι. 706˙ σ. καὶ μέθυ Ὀδ. Δ. 746, κτλ.˙ ἔτι καὶ ἐπὶ πόλτου (κυκεών), Κ. 235˙ οὕτω, σῖτα καὶ ποτὰ Ἡρόδ. 5. 34, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 27˙ σ. ποιεῖν καὶ οἶνον Πλάτ. Πολ. 372Α˙- καθόλου, τροφή, ἄκμηνος σίτοιο Ἰλ. Τ. 163, πρβλ. 166, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 181˙ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν ὕπνον, σῖτος καὶ εὐνὴ Ὀδ. Υ. 130, Ἰλ. Ω. 129˙ ὕπνον καὶ σ. αἱρεῖσθαι Θουκ. 2. 75˙ ζωοτροφίαι, σῖτα ἀναιρέεσθαι Ἡρόδ. 4. 128˙ σῖτα καὶ νέας παρέχειν ὁ αὐτ. 7. 21˙ τριάκοντα ἡμερῶν σ. Συνθήκ. παρὰ Θουκ. 5. 47. 4) σπανίως ἐπὶ κτηνῶν, τροφή, φορβή, χόρτος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 602, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 383, Ξεν. Ἱππ. 4, 1˙- ἐπὶ τῆς γενικῆς ἐννοίας τροφὴ οἱ πεζογράφοι προτιμῶσι τὸν ὑποκοριστ. τύπον σιτία, τά. ΙΙ. ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος, τὸ δημοσίᾳ παρεχόμενον μέρος σίτου εἰς τὰς χήρας καὶ τὰ ὀρφανά, σῖτον διδόναι, ἀποδιδόναι Δημ. 818. 6., 839. 4, Ἀριστ. Ἀποσπ. 384. 2) σίτου δίκαι, ἀγωγαὶ ἐν Ἀθήναις κατὰ τοὺς περὶ σίτου νόμους ἐναντίον τῶν νοθευόντων αὐτόν, Ἰσαῖ. 38. 38, Δημ. 1362. 27, πρβλ. Att. Proc. σ. 425. 3) ἡ μερὶς ἡ παρεχομένη εἰς τοὺς Ἱππεῖς, Συλλ. Ἐπιγρ. 147˙ ἴδε Böckh P. E. 2. 19. 4) ἡ δημοσία διανομὴ σίτου ἐν Ρώμῃ, τὸν ἐπὶ τοῦ σίτου ὄντα ἐν τῇ Ῥώμῃ Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 10, 2. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Ἰατρικοῖς συγγραφεῦσιν ὡσαύτως, τὸ μέρος τῆς τροφῆς τὸ κατὰ τὴν πέψιν ἀπορριπτόμενον, τὰ περιττώματα, Ἱππ. 1143Α, 1164F, κ. ἀλλ.˙ ἴδε Foës Oecon.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pl. hétérog. τὰ σῖτα;
blé :
1 blé dans l’état naturel ; blé moulu, farine ; pain : σῖτον ἔδειν OD manger du pain ; σῖτος μεμαγμένος THC farine pétrie, càd pain ; σῖτος ὀπτός HDT farine cuite, càd pain ; σῖτον ποιεῖν XÉN faire du pain;
2 aliments solides en gén. ; nourriture, alimentation ; fig. en parl. des semences qui sont comme une nourriture pour la terre;
3 à Athènes pension alimentaire : δίκη σίτου IS procès pour demande de pension alimentaire.
Étymologie: DELG étym. obscure.
English (Autenrieth)
grain, wheat, wheaten bread, Od. 9.9, Od. 1.139; then in general, food, Il. 24.602, Il. 19.306.
English (Strong)
also plural irregular neuter sita of uncertain derivation; grain, especially wheat: corn, wheat.
English (Thayer)
σίτου, ὁ (of uncertain origin; cf. Vanicek, Fremdwörter, under the word), from Homer down, the Sept. chiefly for דָּגָן, wheat, grain: WH Tr text); τά σῖτα (cf. Winer's Grammar, 63 (62)), and often in the Sept..
Greek Monolingual
ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α
το σιτάρι
νεοελλ.
φρ. «συγκέντρωση σίτου» — η από το κράτος αγορά της ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ' ενός την προστασία του εισοδήματος τών σιτοπαραγωγών και, αφ' ετέρου, τη διασφάλιση της αγοραστικής δύναμης τών χαμηλότερων εισοδηματικών τάξεων
αρχ.
1. είδος τροφής που παρασκευάζεται από σιτάρι σε, αντιδιαστολή προς αυτήν που παρασκευάζεται από κρέας και, ιδίως, σταρένιο ψωμί («σῑτον... καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται», Ηρόδ.)
2. στερεά τροφή, φαγητό, σε αντιδιαστολή προς το ποτό
3. (σπάν.) ζωοτροφή, φορβή
4. η μερίδα που παρεχόταν στους ιππείς
5. (στη Ρώμη) η δημόσια διανομή σιταριού
6. στον πληθ. τὰ σίτα
α) δημητριακοί καρποί
β) προμήθειες, εφόδια («παρέχειν,... σῑτά τε καὶ νέας», Ηρόδ.)
γ) ιατρ. ό,τι αποβάλλεται από τον οργανισμό μετά την πέψη τών τροφών, τα περιττώματα
7. (ως αττ. δικανικός όρος) ποσότητα σιταριού που παρεχόταν δωρεάν από το κράτος σε χήρες και ορφανά
8. φρ. α) «σίτου δίκη»
(στην Αθήνα) αγωγή που κινούσε η αθηναϊκή πολιτεία εναντίον του συζύγου ή τών κληρονόμων του για την απόδοση της προίκας ή μέρους της στην σύζυγο μετά τον χωρισμό ή, στην περίπτωση που αυτό δεν ήταν εφικτό, τη χορήγηση τακτικού επιδόματος διατροφής, αγωγή που ανήκε στη δικαιοδοσία του επώνυμου άρχοντα και παραγραφόταν μετά την παρέλευση 20 ετών από τη λύση του γάμου
β) «σίτου δίκαι»
(αττ. δίκ.) δίκες εναντίον εκείνων που νόθευαν το σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Έχουν διατυπωθεί απόψεις, σύμφωνα με τις οποίες η λ. σῖτος είναι πελασγικής ή μινωικής προέλευσης ή ανήκει σε κάποιο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα (πρβλ. βασκικό zitu «σιτηρά»). Κατ' άλλους, η λ. είναι δάνεια από κάποια άλλη γλώσσα (πιθ. από ρωσ. žito «σιτηρά», αρχ. πρωσ. geits «ψωμί» αιγυπτιακό sw.t «σιτηρά», σουμερικό zid «αλεύρι»). Έχει προταθεί, επίσης, η σύνδεση με το ρ. ψίω «τρέφω», λόγω της θρεπτικής αξίας τών σιτηρών. Η λ. σῖτος απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή με τη μορφή sito, καθώς και στα συνθ. sitokowo, sitopotinija. Η λ., τέλος, δήλωνε αρχικά τους δημητριακούς καρπούς, χρησιμοποιήθηκε, όμως, αργότερα με τη σημ. «τροφή».
ΠΑΡ. σιτάρι(ον), σιτεύω, σιτηρός, σιτίζω, σίτινος, σιτίο(ν), σιτώ, σιτώδης, σιτών(ας)
αρχ.
σιταία, σιτανίας, σιτία, σιτίδιον, σιτικός, σίτωμα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) σιταγωγός, σιτηρέσιο(ν), σιτοβολών(ας), σιτοδεία, σιτοδότης, σιτολόγος, σιτομέτρης, σιτοπώλης, σιτοφάγος, σιτοφόρος, σιτοφύλακας(-αξ), σιτόχρους, σιτώνης
αρχ.
σιταγέρτης, σιταλετικός, σιταποδέκτης, σιταποδοχείον, σιταποχία, σιτάρχης, σίταρχος, σιταρχώ, σιτεκλήμπτωρ, σιτένδεια, σιτευωνώ, σιτηγός, σιτοβολείον, σιτόβολον, σιτοβόρος, σιτογεωργός, σιτοδαισία, σιτοδόκη, σιτοθέτης, σιτοκάπηλος, σιτοκλονούμαι, σιτοκοπικός, σιτοκόπτης, σιτόκουρος, σιτόλεθρος, σιτολειψία, σιτομεταβόλος, σιτόμετρος, σιτομνημονώ, σιτομύλης, σιτονόμος, σιτοπαραλήμπτης, σιτοποιός, σιτοπόνος, σιτόσπορος, σιτοταμίας, σιτουργός
αρχ.-μσν.
σιτοδόκος, σιτοθήκη, σιτοκλέπτης, σιτοκρίθον, σιτοπομπός
μσν.
σιταρκώ, σιτοβρύτις, σιτοπράτης, σιτοφθόρος
νεοελλ.
σιταγορά, σιτάλευρο, σιταποθήκη, σιτάρκης, σιτεμπορία, σιτέμπορος, σιτοκαλλιέργεια, σιτοκρίθι, σιτοπαραγωγή, σιτοπαραγωγός, σιτόσπαρτος. (Β' συνθετικό) άσιτος, αυτόσιτος, οικόσιτος, ομόσιτος, παράσιτος, σύσσιτος
αρχ.
αείσιτος, αναγκόσιτος, απόσιτος, ένσιτος, εύσιτος, κακόσιτος, μετριόσιτος, μικρόσιτος, ολιγόσιτος, πολύσιτος, φιλόσιτος, ωμόσιτος
νεοελλ.
αραβόσιτος].