μεταίρω

From LSJ
Revision as of 07:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (24)

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταίρω Medium diacritics: μεταίρω Low diacritics: μεταίρω Capitals: ΜΕΤΑΙΡΩ
Transliteration A: metaírō Transliteration B: metairō Transliteration C: metairo Beta Code: metai/rw

English (LSJ)

Aeol. (also in Trag.) πεδ-,

   A lift up and remove, shift, ἄγαλμα ἐκ βάθρων E.IT1157; πεδαίρειν κῶλον, πόδα, Id.HF819 (lyr.), 872 (troch.); ἐκ τόπων νέους πεδαίρουσα Id.Ph.1027 (lyr.); [ἀναθέματα] OGI573.15 (Cilicia, i A. D.):—Pass., Plu.Alex.76, Diog.Ep.37.4.    2 repeal, ψήφισμα μ. D.19.174.    II intr., depart, ἐκεῖθεν Ev.Matt.13.53, cf. 19.1.

German (Pape)

[Seite 147] (s. αἴρω), von der Stelle wegheben und anderswohin setzen; τί τόδε μεταίρεις ἐξ ἀκινήτων βάθρων θεᾶς ἄγαλμα, Eur. I. T. 1157; τὸ ψήφισμα κινεῖν καὶ μεταίρειν vrbdt Dem. 19, 174; Plut. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μεταίρω: Αἰολ. πεδ-, ἐγείρω καὶ μετακινῶ, μεταθέτω, ἄγαλμα ἐκ βάθρων Εὐρ. Ι. Τ. 1157· πέδαιρε κῶλον, πόδα ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. Μαιν. 819, 872· νέους πεδαίρουσα Φοίν. 1027· μ. ἐκ... εἰς..., Πλούτ. 2. 1089D· ψήφισμα μ., ἀνακαλεῖν ψήφισμα, καταργεῖν, Δημ. 395. ἐν τέλ. ΙΙ. κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ., μεταβαίνω εἰς ἄλλον τόπον, μεταναστεύω, ἐπὶ πτηνῶν, Εὐμάθ. σ. 129· ἀπέρχομαι, ἐκεῖθεν Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 53, πρβλ. ιθ΄, 1.

French (Bailly abrégé)

f. μεταρῶ, ao. μετῆρα;
enlever pour transporter.
Étymologie: μετά, αἴρω.

English (Strong)

from μετά and αἴρω; to betake oneself, i.e. remove (locally): depart.

English (Thayer)

1st aorist μετῆρα;
1. transitive, to lift up and remove from one place to another, to transfer, (Euripides, Theophrastus, others).
2. in the N. T. intransitive (cf. Winer s Grammar, § 38,1; (Buttmann, § 130,4)) to go away, depart (German aufbrechen): ἐκεῖθεν, Aq.); followed by ἀπό with the genitive of place, Matthew 19:1.

Greek Monolingual

μεταίρω (ΑM, Α και αιολ. τ. πεδαίρω)
σηκώνω κάτι και το μεταφέρω από έναν τόπο σε άλλο, μετακινώ, μετατοπίζω («τί τόδε μεταίρεις ἐξ ἀκινήτων βάθρων θεᾱς ἄγαλμα», Ευρ.)
αρχ.
1. (σχετικά με ψήφισμα) ανακαλώ, καταργώ
2. (για πτηνά) μεταναστεύω, πετώ σε άλλο τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + αἴρω «σηκώνω»].