κακουχέω
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
(ἔχω)
A wrong, injure, αὑτόν Telesp.34H.; maltreat, esp. a wife, MitteisChr.284.6 (ii B.C.), POxy.281.17 (i A.D.), etc.:— Pass., to be afflicted or injured, LXX 3 Ki.2.26; ὑπὸ τοῦ δηγμοῦ D.S.3.23; κακουχουμένους τελευτῆσαι τὸν βίον Plu.2.114e.
German (Pape)
[Seite 1305] schlecht halten, behandeln, quälen; ἑαυτόν Teles. Stob. fl. 97, 31; ὑπὸ τοῦ δηγμοῦ κακουχούμενος D. Sic. 3, 23; D. Cass. 35, 9, u. so a. Sp., bes. im pass.
Greek (Liddell-Scott)
κακουχέω: (ἔχω) ὑποβάλλω εἰς κακουχίας, ταλαιπωρῶ, κακουχεῖν ἑαυτὸν Τέλης παρὰ Στοβ. 522. 18. ― Παθ., ὑπὸ τοῦ δηγμοῦ (τῶν κωνώπων) κακουχουμένους, κακουμένους, Διόδ. 3. 23· κακουχουμένους τελευτῆσαι τὸν βίον, ταλαιπωρημένους, Πλούτ. 2. 114Ε.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
maltraiter, tourmenter.
Étymologie: κακός, ἔχω.
English (Strong)
from a presumed compound of κακός and ἔχω; to maltreat: which suffer adversity, torment.
English (Thayer)
κακούχω: (from the obsolete κακουχος, from κακόν and ἔχω); to treat ill, oppress, plague: τινα; present passive participle κακουχόμενοι, maltreated, tormented, Alex.; Diodorus 3,23; 19,11; Dio C. 35 (36), 9 (11); Plutarch, mor., p. 114e.) (Compare: συγκακουχέω.)
Russian (Dvoretsky)
κᾰκουχέω: мучить, терзать, pass. страдать (κακουχεῖσθαι ὑπὸ τοῦ δηγμοῦ, sc. κωνώπων Diod.; μιμνήσκεσθε τῶν κακουχουμένων NT).