παρόμοιος
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
English (LSJ)
ον Th. 1.80; fem. η Hdt.4.183 ; α Arist. HA616a19, v.l. in Isoc.15.192 : -
A closely resembling, τινι Hdt.2.73, Th.1.132 ; τινος Cyran.6. 2abs., Hdt. 4.99, Th.1.80 ; παρόμοιόν ἐστιν, ὅπερ καὶ. . D.1.11 ; π.ποιεῖν ὡσπερανεί τις. . Plu.2.4d. 3of numbers, nearly equal, π. τοῖς Ἕλλησι τὸν ἀριθμόν X.HG3.4.13. Adv.-ως Arist. Resp.478b30. 4Gramm., employing assonance : π., τό, = παρομοίωσις, Rutil.2.12 ; κῶλα π. D.H. Comp.22, Demetr. Eloc.25.
German (Pape)
[Seite 526] ion. auch 3 Endungen, fast ähnlich, παρ' ὀλίγον ὅμοιος erkl. Poll. 9, 130; doch ist der Unterschied von dem simplex nicht immer merklich; γλῶσσαν οὐδεμιῇ ἄλλῃ παρομοίην νενομίκασι, Her. 4, 183; παρόμοιοι τοῖς Ἕλλησι τὸν ἀριθμόν, an Zahl fast gleich, Xen. Hell. 3, 4, 13; Dem. 1, 11; Arist. H. A. 9, 14 u. Folgde; πρός τινα, Thuc. 1, 80; ὀλιγαρχικὰ πολιτεύματα δοκοῦντα παρόμοιον ἔχειν τι τοῖς ἀριστοκρατικοῖς, Pol. 6, 3, 11. – Adv., Arist. respir. 17.
Greek (Liddell-Scott)
παρόμοιος: -ον, Θουκ. 1. 80· ἀλλὰ θηλ. -η Ἡρόδ. 4. 183· -α Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 14, 2, διάφ. γραφ. Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. § 192· Ἐπικ. -ομοίιος Χρησμ. Σιβ. 2. 35· - παρὰ πολὺ ὅμοιος, σχεδὸν ὅμοιος, πάνυ ὅμοιος, τινι Ἡρόδ. 2. 73, Θουκ. 1. 132. 2) ἀπολ., Ἡρόδ. 4. 99, Θουκ. 1. 80· παρόμοιόν ἐστιν, ὅπερ καὶ .. Δημ. 12, 9· παρ. ποιεῖν ὡσπερανεὶ ... Πλούτ. 2. 4D. 3) ἐπὶ ἀριθμῶν, σχεδὸν ἴσως, π. τοῖς Ἕλλησι τὸν ἀριθμὸν Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 13· - πρβλ. παρομοίωσις. Ἐπίρρ. -ως, Ἀριστ. π. Ἀναπν. 17. 2.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
qui a quelque ressemblance avec, presque semblable à, τινι ; παρόμοιον ὅπερ DÉM à peu près comme, παρόμοιον ὡσπερανεί PLUT à peu près comme si ; παρόμοιον τοῖς Ἕλλησι τὸν ἀριθμόν XÉN à peu près égaux en nombre avec les Grecs.
Étymologie: παρά, ὅμοιος.
English (Strong)
from παρά and ὅμοιος; alike nearly, i.e. similar: like.
English (Thayer)
παρομοιον (also of three term. (see ὅμοιος, at the beginning)), like: T WH omit; Tr brackets the clause), 13. (Herodotus, Thucydides, Xenophon, Demosthenes, Polybius, Diodorus, others.)
Greek Monolingual
-α, -ο / παρόμοιος, -ον και παρόμοιος, -οία, -ον, ΝΜΑ
ο πολύ ή σχεδόν όμοιος με άλλον, ο παραπλήσιος, ο παρεμφερής (α. «παρόμοια ηχώ θα λαλήσει / του κόσμου την ύστατη μέρα», Σολωμ.
β. «ἀγόρασα ἄλλην μίαν παρομοίαν», Καισ. Δαπ.
γ. «παρόμοιον ἔχειν τι τοῑς αριστοκρατικοῑς», Πολ.)
αρχ.
1. (για αριθμούς) ο σχεδόν ίσος(«παρόμοιοι τοῑς Ἕλλησι τὸν ἀριθμόν», Ξεν.)
2. γραμμ. αυτός που χρησιμοποιεί παρήχηση («οὔτε πάρισα τὰ κῶλα ἀλλήλοις εἶναι οὔτε παρόμοια», Δίον. Αλ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρόμοιον
η παρομοίωση.
επίρρ...
παρομοίως ΝΜΑ και παρόμοια Ν
περίπου όμοια, σχεδόν ίσα, με παρόμοιο τρόπο
νεοελλ.
(ως απάντηση σε ευχή) επίσης («ευχαριστώ, παρομοίως»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὅμοιος.