εὐψυχέω
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
English (LSJ)
A to be of good courage, Ep.Phil.2.19, J.AJ11.6.9, BGU 1097.15 (i A.D.), Poll.3.135. II εὐψύχει farewell! a common inscr. on tombs, IG12(2).393 (Mytilene), etc. 2 εὐψυχεῖν, = χαίρειν, in a letter of condolence, POxy.115.1 (ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1111] gutes Muthes, tapfer sein, Poll. 3, 28; – εὐψύχει, have pia anima, rief man den Todten nach u. schrieb es auf die Leichensteine, Ep. ad. 721 bl App. 2441.
Greek (Liddell-Scott)
εὐψῡχέω: εἶμαι εὔψυχος, θαρραλέος, Ἐπιστ. π. Φιλ. β΄, 19, Πολυδ. Γ΄, 135. ΙΙ. εὐψύχει, χαῖρε, συνήθης ἐπιγραφὴ ἐπὶ τάφων, ὡς τὸ Λατ. pia anima!, Ἀνθ. Π. παράρτ. 244, Συλλ. Ἐπιγρ. 2204, 4467, κ. ἀλλ.· πρβλ. εὐπλοέω, εὐτυχέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
avoir bon courage ; formule d’épitaphe εὐψύχει (have, pia anima) bon courage ! repose en paix.
Étymologie: εὔψυχος.
English (Strong)
from a compound of εὖ and ψυχή; to be in good spirits, i.e. feel encouraged: be of good comfort.
English (Thayer)
εὐψυχῶ; (εὔψυχος); to be of good courage, to be of a cheerful spirit: Josephus, Antiquities 11,6, 9; (Pollux 3,28 § 135 at the end); in epitaphs, ἐυψυχει! equivalent to Latin have pia anima!)
Greek Monotonic
εὐψῡχέω: μέλ. -ήσω,
I. είμαι θαρραλέος, σε Καινή Διαθήκη
II. προστ. εὐψύχει, «στο καλό», «καλό ταξίδι», λέγεται για επιτύμβια επιγραφή, σε Ανθ.