ἐπενδύω
ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational
English (LSJ)
v. ἐπενδύνω.
German (Pape)
[Seite 915] (s. δύω), noch dazu, darüber anziehen, ἐσθῆτας γυναικείας ἐπενδεδυμένοι τοῖς θώραξι Plut. Pelop. 11; VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπενδύω: ἴδε ἐπενδύνω, ἐν τέλει.
English (Thayer)
1st aorist middle infinitive ἐπενδύσασθαι; to put on over (A. V. to be clothed upon): Plutarch, Pelop. 11; actively, Josephus, Antiquities 5,1, 12.)
Greek Monolingual
(AM ἐπενδύω) νεοελλ.
1. στρώνω, καλύπτω την εσωτερική ή την εξωτερική επιφάνεια ενός αντικειμένου με στρώμα από άλλο υλικό
2. καλύπτω με φύλλο ξύλου ή μετάλλου, καπλαντίζω
μσν.
μέσ. ἐνδύομαι
1. είμαι περιτυλιγμένος («ἀμπέλοις ἐπενδύοντο τὰ πλείονα τῶν δέντρων», Διγ.)
2. μέσ. κυριεύομαι από κάποιο συναίσθημα
αρχ.-μσν.
φορώ σε κάποιον τον επενδύτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ενδύω. Η λ. με τη σημασία «τοποθετώ χρήματα» χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει αντίστοιχους ξεν. όρους (πρβλ. αγλλ. invest)].