ἐπενδύω

From LSJ
Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (13)

ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπενδύω Medium diacritics: ἐπενδύω Low diacritics: επενδύω Capitals: ΕΠΕΝΔΥΩ
Transliteration A: ependýō Transliteration B: ependyō Transliteration C: ependyo Beta Code: e)pendu/w

English (LSJ)

v. ἐπενδύνω.

German (Pape)

[Seite 915] (s. δύω), noch dazu, darüber anziehen, ἐσθῆτας γυναικείας ἐπενδεδυμένοι τοῖς θώραξι Plut. Pelop. 11; VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπενδύω: ἴδε ἐπενδύνω, ἐν τέλει.

English (Thayer)

1st aorist middle infinitive ἐπενδύσασθαι; to put on over (A. V. to be clothed upon): Plutarch, Pelop. 11; actively, Josephus, Antiquities 5,1, 12.)

Greek Monolingual

(AM ἐπενδύω) νεοελλ.
1. στρώνω, καλύπτω την εσωτερική ή την εξωτερική επιφάνεια ενός αντικειμένου με στρώμα από άλλο υλικό
2. καλύπτω με φύλλο ξύλου ή μετάλλου, καπλαντίζω
μσν.
μέσ. ἐνδύομαι
1. είμαι περιτυλιγμένος («ἀμπέλοις ἐπενδύοντο τὰ πλείονα τῶν δέντρων», Διγ.)
2. μέσ. κυριεύομαι από κάποιο συναίσθημα
αρχ.-μσν.
φορώ σε κάποιον τον επενδύτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ενδύω. Η λ. με τη σημασία «τοποθετώ χρήματα» χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει αντίστοιχους ξεν. όρους (πρβλ. αγλλ. invest)].