περικρατής

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικρᾰτής Medium diacritics: περικρατής Low diacritics: περικρατής Capitals: ΠΕΡΙΚΡΑΤΗΣ
Transliteration A: perikratḗs Transliteration B: perikratēs Transliteration C: perikratis Beta Code: perikrath/s

English (LSJ)

ές,

   A grasping, tenacious, γαμφηλαί Simm.1.11; having full command over, π. γενέσθαι τῆς σκάφης Act.Ap.27.16, cf. Thd.Su.39 (v.l.); cf. περικρεμής.

German (Pape)

[Seite 581] ές, obsiegend, gewaltig, stark, Opp. Hal. 4, 540.

Greek (Liddell-Scott)

περικρᾰτής: -ές, ὁ ἔχων πλήρη ἐξουσίαν ἢ κράτος ἐπί τινος, ἰσχύσαμεν μόλις ἐπικρατεῖς γενέσθαι τῆς σκάφης Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 16· τῶν ἡνίων, τῶν πονηρῶν βουλευμάτων Ἰω. Χρυσ. τ. 2, σ. 349, κτλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσ. σ. 121.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui commande souverainement à, gén.;
2 qui maîtrise gén..
Étymologie: περικρατέω.

English (Strong)

from περί and κράτος; strong all around, i.e. a master (manager): + come by.

English (Thayer)

περικρατες (κράτος), τίνος, having full power over a thing: (περικρατής γενέσθαι τῆς σκάφης, to secure), Susanna , 39; the Alex. manuscript; ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

-ές, Α·1. συνεκτικός («περικρατεῑς γαμφηλαί», Σιμμ.)
2. αυτός που έχει απόλυτη εξουσία σε κάποιον, κυρίαρχος.
επίρρ...
περικρατῶς Α
με περικρατή τρόπο, με απόλυτη εξουσία σε κάποιον ή, κατ' άλλους, με εγκράτεια, με σύνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κρατής (< κράτος), πρβλ. εγ-κρατής].