παροξυσμός

From LSJ
Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)

αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παροξυσμός Medium diacritics: παροξυσμός Low diacritics: παροξυσμός Capitals: ΠΑΡΟΞΥΣΜΟΣ
Transliteration A: paroxysmós Transliteration B: paroxysmos Transliteration C: paroksysmos Beta Code: parocusmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A irritation, exasperation, D.45.14, LXX Je.39(32).37, Act.Ap.15.39 ; π. ἀγάπης provokingor exciting to . ., Ep.Hebr.10.24.    2 severe fit of a disease, paroxysm, Hp.Aph.1.11,12, Gal.17(2).387, etc.

German (Pape)

[Seite 527] ὁ, Anreizung, Erbitterung, ἢ φιλονεικία Dem. 45, 14, u. Sp., wie N. T. – Bei den Aerzten Fieberanfall, bes. der Zeitpunkt, wo die Krankheit heftiger wird.

Greek (Liddell-Scott)

παροξυσμός: ὁ, ἐρεθισμός, φιλονικία, Δημ. 1105. 25· ἐγένετο οὖν παροξυσμός, ὥστε χωρισθῆναι αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλήλων Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 39· «τὸ σφοδρότερον ἀπὸ θυμοῦ κίνημα παροξυσμὸς ὀνομάζεται» Βασίλ., π. ἀγάπης, παρακίνησιςπαρόρμησις πρὸς .., Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. κ΄, 24. 2) ἡ σοβαρὰ προσβολὴ νόσου τινός, ἡ ἐπὶ τὰ χείρω τροπὴ αὐτῆς, Λατιν. accessio, Ἱππ. Ἀφ. 1243.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. action d’exciter, de stimuler;
II. en mauv. part;
1 irritation;
2 paroxysme d’une maladie.
Étymologie: παροξύνω.

English (Strong)

from παροξύνω ("paroxysm"); incitement (to good), or dispute (in anger): contention, provoke unto.

English (Thayer)

παροξυσμου, ὁ (παροξύνω, which see);
1. an inciting, incitement: εἰς παροξυσμόν ἀγάπης (A. V. to provoke unto love), irritation (R. V. contention): Sept. twice for קֶצֶף, violent anger, passion, Demosthenes, p. 1105,24.'

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ παροξύνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του παροξύνω, ερεθισμός, έξαψη, παρόργιση
2. ιατρ. οξεία και απότομη επιδείνωση μιας νοσηρής καταστάσεως με επίταση τών συμπτωμάτων
νεοελλ.
1. ιατρ. νευρική εκδήλωση μικρής διάρκειας που επέρχεται και τελειώνει απότομα
2. ιατρ. έξαψη, επίταση μιας ψυχικής καταστάσεως
μσν.
φρ. «παροξυσμὸς μείξεως» — σφοδρή επιθυμία για ερωτική μίξη, πόθος για συνουσία
αρχ.
παρακίνηση, παρόρμηση προς κάτι («κατανοῶμεν ἀλλήλους εἰς παροξυσμὸν ἀγάπης καὶ καλῶν ἔργων», ΚΔ).