χρυσομανής

From LSJ
Revision as of 13:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρυσομᾰνής Medium diacritics: χρυσομανής Low diacritics: χρυσομανής Capitals: ΧΡΥΣΟΜΑΝΗΣ
Transliteration A: chrysomanḗs Transliteration B: chrysomanēs Transliteration C: chrysomanis Beta Code: xrusomanh/s

English (LSJ)

ές,

   A mad after gold, σπατάλη AP5.301.2 (Agath.): hence χρυσο-μᾰνέω, Suid.; χρυσο-μᾰνία, ἡ, Tz H.3.301 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1381] ές, goldtoll, rasend auf Gold versessen, goldgierig, σπατάλη Agath. 3 (V, 302).

Greek (Liddell-Scott)

χρυσομᾰνής: -ές, ὁ ἐμμανῶς ἀγαπῶν τὸν χρυσόν, Ἀνθ. Π. 5. 302, Ἐκκλ.· - τὸ ῥῆμα -μανέω, Σουΐδ.· - τὸ οὐσιαστ. -μανία, ἡ, Τζέτζ. Ἱστ. 3. 301.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
αυτός που επιθυμεί με μανία τον πλούτο, χρυσολάτρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι-μανής].

Russian (Dvoretsky)

χρῡσομᾰνής: помешанный на золоте, одержимый страстью к золоту (σπατάλη Anth.).