εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
ἁγνόστομος, -ον (Μ)αυτός που έχει αγνό, καθαρό το στόμα.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁγνός + στόμα.