δεῖνα
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
English (LSJ)
ὁ, ἡ, τό, gen. δεῖνος, dat. δεῖνι, acc. δεῖνα: sts. indecl. (v. infr.): nom. δεῖν, ὁ, Sophr.58: gen. and dat. τοῦ δείνατος, τῷ δείνατι, A.D.Pron.60.12, EM614.51:—
A such an one, so-and-so, always with Art., ὁ δεῖνα Ar.Ra.918, etc.; τὸν δεῖνα τὸν τοῦ δεῖνα Id.Th.622; ὁ δεῖνα τοῦ δεῖνος τὸν δεῖν' εἰσήγγειλεν D.13.5; ἃ ἂν ὁ δ. ἢ ὁ δ. εἴπῃ Id.2.31; ὁ δ. καὶ ὁ δ. Arist.Rh.1416a23; ἡ δεῖνα Ant.Lib.22; τὸ δ., euphem. for τὸ πέος, Ar.Ach.1149, cf. Sch.Luc.Bis Acc.23; τὸ δ. δ' ἐσθίεις; do you eat such a fish? Antiph.129.6: in gen., ἐμὸς ἢ τοῦ δεῖνος mine or some other's, Arist.Pol.1262a3: dat., τῷ δεῖνι μεμφόμενος D.20.104, cf. 37.56: pl., οἱ δεῖνες Id.24.180; τῶν δείνων Id.20.106. II τὸ δ. in Com. as an interjection to express an idea which suddenly strikes one, by the way, mark you, Ar.V.524, Pax 268, etc.: in later Prose, Luc.Vit.Auct.19.
German (Pape)
[Seite 538] ὁ, ἡ, τό, gen. δεῖνος, acc. δεῖνα etc. zuweilen indeclin., wie Ar. Th. 622; der und der, ein gewisser, den man nicht nennen will oder kann, der bewußte, Ran. 918; Oratt., z. B. οἱ δεῖνες Dem. 24, 180; – τὸ δεῖνα, aus der Volkssprache, als Ausruf gebraucht, wenn man einen plötzlichen Einfall sogleich vorbringt, um ihn nicht zu vergessen, atat, oder wenn man sich auf etwas nicht sogleich besinnen kann, Dings, Ar. Lys. 921 Av. 648 Pax 268; dah. euphemistisch für πέος, ibd. 867 Ach. 1149.
Greek (Liddell-Scott)
δεῖνα: ὁ, ἡ, τό, γεν. δεῖνος, δοτ. δεῖνι, αἰτ. δεῖνα· ἀλλ’ ἐνίοτε ἄκλιτον (ἴδε τὰ κατωτ. μνημονευόμενα χωρία)· ὀνομαστική τις δεῖν, ὁ, ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Σώφρωνος ὑπὸ Ἀπολλ. π. Ἀντωνυμ. 335C, πρβλ. Ἰω. Ἀλεξ. τονικ. παραγγ. 25· γενικὴ δὲ καὶ δοτ. τοῦ δείνατος, τῷ δείνατι αναφέρονται ὑπὸ Ἀπολλ. αὐτ. 336: ― τοιοῦτός τις, «ἕνας κἄποιος», ὃν δὲν θέλει τις ἢ δὲν δύναται νὰ ὀνομάσῃ, «ὁ τάδε», ἀείποτε μετὰ τοῦ ἄρθρου, ὁ δεῖνα Ἀριστοφ. Βατρ. 918, κτλ.· τὸν δεῖνα τὸν τοῦ δεῖνα ὁ αὐτ. Θεσμ. 622· ὁ δεῖνα τοῦ δεινὸς τὸν δεῖνα εἰσαγγέλει Δημ. 167. 25· ἃ ἂν ὁ δ. ἢ ὁ δ. εἴπῃ ὁ αὐτ. 27. 11· ὁ δ. καὶ ὁ δ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 15, 5· τὸ δ., κατ’ εὐφημισμὸν ἀντὶ τὸ πέος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1149, πρβλ. Σχόλ. Λουκ. Διὶ Κατηγ. 23· τὸ δ. δ’ ἐσθίεις ; «τρώγεις τὸ δεῖνα ψάρι;» Ἀντιφ. Κουρ. 2· κατὰ γεν., ἐμὸς ἢ τοῦ δεῖνος, ἰδικός μου ἢ ἄλλου τινός, τοῦ τάδε, Ἀριστ. Πολ. 2. 3, 5· δοτ., τῷ δεῖνι μεμφόμενος Δημ. 488. 23, πρβλ. 982. 25· ― πληθ. οἱ δεῖνες ὁ αὐτ. 756. 13· τῶν δείνων ὁ αὐτ. 489. 12. ΙΙ. τὸ δεῖνα εἶναι ὡσαύτως ἐν χρήσει παρὰ κωμ., ὅταν αἰφνιδίως ἐπέρχηται εἰς τὸν νοῦν τινος νὰ ἐρωτήσῃ ἢ νὰ ὑπομνήσῃ τι, ὅπερ τέως διέφευγε τὴν μνήμην αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Σφηξ. 524, Εἰρ. 268, Ὄρν. 648, Λυσ. 921 καίτοι τὸ δεῖνα· ψίαθός ἐστ’ ἐξοιστέα, 926 καίτοι τὸ δεῖνα· προσκεφάλαιον οὐκ ἔχεις.
French (Bailly abrégé)
(ὁ, ἡ, τό)
gén. δεῖνος, dat. δεῖνι, acc. δεῖνα ; pl. nom. δεῖνες, gén. δείνων;
ou indécl. touj. précédé de l’art.
un tel, une telle : ὁ δεῖνα ἢ ὁ δεῖνα tel ou tel ; ὁ δεῖνα καὶ ὁ δεῖνα tel et tel.
Étymologie: cf. δείς.
English (Strong)
probably from the same as δεινῶς (through the idea of forgetting the name as fearful, i.e. strange); so and so (when the person is not specified): such a man.
English (Thayer)
ὁ, ἡ; genitive δεινός; dative δεινι; accusative τόν, τήν, τό δεῖνα (cf. Matthiae, § 151), such a one, a certain one, i. e. one whose name I cannot call on the instant, or whose name it is of no importance to mention; once in the Scriptures, viz. Aristophanes, Demosthenes, others.)
Greek Monolingual
επίρρ.
βλ. δεινός.