δύσφρων

From LSJ
Revision as of 12:27, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_12)

Σοφὴ σοφῶν γὰρ γίγνεται συμβουλία → Denn nur von weisen Männern stammt der weise Rat

Menander, Monostichoi, 483
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσφρων Medium diacritics: δύσφρων Low diacritics: δύσφρων Capitals: ΔΥΣΦΡΩΝ
Transliteration A: dýsphrōn Transliteration B: dysphrōn Transliteration C: dysfron Beta Code: du/sfrwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A sad at heart, sorrowful, τὸ δ. στύγος A.Ag.547; ἄτα S.OC202 (lyr.); λῦπαι E. Andr.1043 (lyr.).    II ill-disposed, malignant, δράκοντες A.Supp. 511; ἰός Id.Ag.834; οἱ δ. ib.608; λόγοι E.Andr.288 (lyr.).    III = ἄφρων, senseless, insensate, A.Th.875 (lyr.); φρενῶν δυσφρόνων ἁμαρτήματα S.Ant.1261 (lyr.). Adv. -όνως foolishly, rashly, A.Pers. 552 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 690] ονος, mißmüthig; – a) traurig; Aesch. Ag. 833; ἄτη Soph. O. C. 202; λῦπαι Eur. Andr. 1043; τὰ δύσφρονα, Traurigkeit, Pind. Ol. 2, 57. – b) übel gesinnt, feindselig; ἰός, δράκων, Aesch. Ag. 808 Suppl. 506; λόγοι Eur. Andr. 287; ἄνδρες Mel. 118 (VII, 79). – c) unsinnig, thöricht; Aesch. Spt. 836; so auch δυσφρόνως Pers. 544; vgl. Soph. Ant. 1247.

Greek (Liddell-Scott)

δύσφρων: -ον, γεν. -ονος, δύσθυμος, λίαν τεθλιμμένος, μελαγχολικός, τὸ δ. στύγος (ἴδε στύγος) Αἰσχύλ. Ἀγ. 547· ἄτη Σοφ. Ο. Κ. 202· λῦπαι Εὐρ. Ἀνδρ. 1043. ΙΙ. κακῶς διακείμενος, κακὴν διάθεσιν ἔχων, δράκοντες Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 511, πρβλ. Ἀγ. 608, 834· λόγοι Εὐρ. Ἀνδρ. 287. ΙΙΙ. = ἄφρων, ἀνόητος, μωρός, Αἰσχύλ. Θήβ. 874· φρενῶν δυσφρόνων ἁμαρτήματα Σοφ. Ἀντ. 1261. - Ἐπίρρ. -όνως, ἀνοήτως, μωρῶς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 552.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 triste, affligé;
2 malfaisant, funeste.
Étymologie: δυσ-, φρήν.

Spanish (DGE)

-ον
I 1insensato ἰώ, ἰὼ δύσφρονες A.Th.874, cf. Fr.154a.14, φρένες S.Ant.1261, τρόποι Com.Adesp.1064.11, αὐτὴ γὰρ (γαίη) δ. τὸν σὸν θεὸν οὐκ ἐνόησας Orac.Sib.6.22, cf. 2.340.
2 que causa turbación o dolor στύγος A.A.547, ἄτα S.OC 202, cf. E.Cyc.296, ἔρις E.Andr.490, λῦπαι E.Andr.1043, τηκεδών AP 7.475 (Diotim.).
3 hostil, enemigo, malévolo γάμος A.Supp.394, δράκοντες A.Supp.511, ἰός A.A.834, λόγοι E.Andr.288, ἄνδρες AP 7.79 (Mel.)
subst. οἱ δύσφρονες los enemigos γυναῖκα ... πολεμίαν τοῖς δύσφροσιν A.A.608, τὰ ... ἐκ γῆς δυσφρόνων μηνίματα las iras de los enemigos procedentes de la tierra, e.e. de los muertos hostiles A.Ch.278.
II adv. -όνως insensatamente πάντ' ἐπέσπε δ. A.Pers.552.