εἰσοχή

Revision as of 12:03, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_13)

English (LSJ)

ἡ, (εἰσέχω)

   A hollow, recess, opp. ἐξοχή, Str.2.5.22 (pl.), cf. 12.2.4 (pl.); of intaglios, κατ' εἰσοχήν, opp. κατ' ἐξοχήν, Stoic.1.108.

German (Pape)

[Seite 745] ἡ, die Vertiefung, im Ggstz von ἐξοχή, Strab. 2, 5, 22; Sext. Emp. adv. math. 8, 402 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσοχή: ἡ, (εἰσέχω) κοιλότης, κοίλωμα, ἀντίθ. τῷ ἐξοχή, Στράβων 125. 536, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 2. 70, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
anc. att. ἐσοχή;
éloignement d’un objet en peinture.
Étymologie: εἰς, ἔχω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ

• Alolema(s): ἐσ- Str.2.5.22
entrante, cavidad, depresión op. ἐξοχή: en una costa μικρὰς ἔχει ἐσοχάς τε καὶ ἐξοχάς Str.l.c., cf. 17.1.36, Procl.in Ti.1.181.4, en una roca Str.12.2.4, negado de una pintura a dif. de la escultura οὐκέτι δὲ σώζει τὰς εἰσοχὰς καὶ τὰς ἐξοχάς Origenes Comm.in Mt.10.11, ὥσπερ ἐν σώματι τὰς ἐξοχάς τε καὶ εἰσοχάς Gr.Naz.M.35.900B, ἡ τύπωσις κατὰ εἰσοχήν τε καὶ ἐξοχήν el grabado en hueco o en relieve Cleanth.Stoic.1.108, cf. Them.in PN 5.7, ἵνα μὴ ταῖς ἐξοχαῖς καὶ εἰσοχαῖς ἡ τραχύτης ἀνωμαλίας αἰτία γίνηται Procl.in R.1.290, cf. Simp.in de An.143.13, in Cael.409.15, αἱ γοῦν γραφαὶ τῇ μὲν ὄψει δοκοῦσιν εἰσοχὰς καὶ ἐξοχὰς ἔχειν las pinturas parecen a la vista tener entrantes y salientes e.d. producen el efecto de relieve y profundidad S.E.P.1.92, cf. Alex.Aphr.de An.71.18.