ἑτερόκαρπος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A bearing different fruit, of grafts, Hp.Nat.Puer. 26.
German (Pape)
[Seite 1048] andere Früchte tragend, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερόκαρπος: -ον, φέρων ἀλλοίους, διαφόρους καρπούς, ἐπὶ ἐνθέτων δένδρων, Ἱππ. 245. 34.