θριδακίνη
Ξένον ἀδικήσῃς μηδέποτε καιρὸν λαβών → Occasione laedito nulla hospitem → Tu keinem Fremden Unrecht trotz Gelegenheit
English (LSJ)
[κῑ], ἡ, Att. form of Ion. and Dor. θρίδαξ (Ath.2.68f):—
A lettuce, Cratin.330, Hp.Mul.2.136, Amphis 20, Eub.14, Thphr.HP1.12.2; θ. ἥμερος ib.7.6.2. 2 wild lettuce, Lactuca Scariola, Id.l.c.; ἡ πικρὰ θ. ib.9.11.10; in this signf., opp. θρίδαξ, Gal.13.387, Hellad. ap. Phot.Bibl.p.532B. 3 sea-lettuce, a kind of sea-weed, Aët.12.42 (pl.). II fem. Adj. (sc. μᾶζα), a kind of cake, Luc.Lex.3, Ath.3.114f, Hellad.l.c.
Greek (Liddell-Scott)
θρῐδᾰκίνη: κῑ, ἡ, Ἀττ. τύπος τοῦ Ἰων. καὶ Δωρ. θρίδαξ (Ἀθήν. 68F, Λοβ. ἐν Φρυν. 130): - τὸ «μαροῦλι», Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 13, κτλ., Ἄμφις ἐν Ἰαλ. 1, Εὔβουλ. ἐν Ἀστυτ. 1· ὡσαύτως παρ’ Ἱππ. - μεταγεν., τὸ ἄγριον μαροῦλι, ἀντίθετον τῷ θρίδαξ, Γαλην. 13. 648, Ἑλλάδ. παρὰ Φωτ. Βιβλ. 532. 13: -ἐντεῦθεν ὑποκορ. θρῐδᾰκῑνίς, ίδος, ἡ, καὶ θρῐδᾰκίσκη, ἡ, ἴδε θρίδαξ ἐν τέλ. ΙΙ. εἶδος ζυμαρικοῦ, Λουκ. Λεξιφ. 3, Ἀθήν. 114F (ὁπότε εἶναι θηλ. ἐπίθ., ἐννοουμένου τοῦ μᾶζα).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 laitue sauvage;
2 sorte de gâteau.
Étymologie: θριδάκινος.