κακιότερος
German (Pape)
[Seite 1298] compar. zu κακός, von κακίων gebildet, Strat. 6 (XII, 7).
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκῑότερος: μεταγεν. ποιητ. τύπος τοῦ συγκρ. κακίων, Ἀνθ. Π. 12. 7.
[Seite 1298] compar. zu κακός, von κακίων gebildet, Strat. 6 (XII, 7).
κᾰκῑότερος: μεταγεν. ποιητ. τύπος τοῦ συγκρ. κακίων, Ἀνθ. Π. 12. 7.