δυσάρεστος
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
ον,
A hard to appease, implacable, δαίμονες A.Eu.928; ill-pleased, τι at a thing, Luc.Nav.46; ill to please, fastidious, peevish, δυσάρεστον οἱ νοσοῦντες E.Or.232, cf. Isoc.1.31, 12.8, X.Mem.3.13.3 (Comp.), Diph.63, Nicostr.31 (Comp.), Plu.2.128d; ἀνοίας νόσημα δυσάρεστον Polystr.Herc.1520.1; τὸ δ. displeasure, Plu.Sol.25. Adv. -τως, ἔχειν πρός τι Id.2.476b.
German (Pape)
[Seite 676] schwer zu begütigen, unversöhnlich; δαίμονες Aesch. Eum. 888; dem etwas nicht recht ist, im compar., Xen. Mem. 3, 13, 3; unzufrieden, mißvergnügt, καὶ φιλόψογος Eur. El. 904; vgl. Ar. Eccl. 180; Isocr. 1, 31 u. Sp., wie Luc. Navig. 46; τὸ δ., = δυσαρέστησις, Plut. Sol. 25 Num. 4.
Greek (Liddell-Scott)
δυσάρεστος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀρεσκόμενος, ἐξιλεούμενος, καταπραϋνόμενος, δαίμονες Αἰσχύλ. Εὐμ. 928·- δυσηρεστημένος, τινι, πρός τινα, Εὐρ. Ἠλ. 904· τι, διά τι πρᾶγμα, Λουκ. ἐν Πλοίῳ 46·- δυσκόλως εὐχαριστούμενος, ἰδιότροπος, δύστροπος, δύσκολος, Εὐρ. Ὀρ. 232, Ἰσοκρ. 8D, 234C, Ξεν., κτλ.· -τὸ δ.= τῷ προηγ., Πλούτ. Σόλ. 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. mécontent : τι de qch;
II. difficile à contenter :
1 d’un caractère difficile ; chagrin, morose ; τὸ δυσάρεστον PLUT mauvaise humeur;
2 difficile à apaiser, implacable ; τὸ δυσάρεστον ressentiment, dispositions malveillantes.
Étymologie: δυσ-, ἀρέσκω.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
I 1de pers. difícil de contentar δαίμονες de las Erinis, A.Eu.928, del filósofo Heráclito, D.L.1.88
•gener. descontentadizo, caprichoso πόλις E.El.904, ἄνδρες Ar.Ec.180, cf. Isoc.1.31, Diph.63, Arr.Epict.1.12.20, de los enfermos, ancianos δυσάρεστον οἱ νοσοῦντες E.Or.232, δυσαρεστότερος ... τῶν τε οἰκετῶν καὶ τῶν ἀρρωστούντων X.Mem.3.13.3, τὸ γῆρας Isoc.12.8, cf. Alciphr.4.17.1, πρὸς ἅπαντα D.Chr.32.28
•τὸ δ. carácter caprichoso τὸ δ. καὶ φιλαίτιον τῶν πολιτῶν Plu.Sol.25
•descontento ἄκουσον ἐμὴν δυσάρεστον ἀκουήν IAbonuteichos 6.1 (imper.), c. giro prep. τὸ πλῆθος ... δυσάρεστον ἐπὶ τῶν αὐτῶν μένον D.S.19.81, c. ac. rel. δυσάρεστοι ἔσεσθε τὰ ἐπὶ τῆς οἰκίας estaréis descontentos por las cosas de casa Luc.Nau.46.
2 de abstr. desagradable, molesto, antipático γνῶμαι πολλαὶ καὶ δυσάρεστοι E.IA 27, cf. Nicostr.Com.15, εὐθυμία Ph.1.357, cf. 2.23
•neutr. subst. τὸ πρὸς ἀλλήλους δ. Plu.2.148a.
II adv. -ως
1 con disgusto πρὸς ταῦτα δ. ἔχειν estar disgustado por esas cosas Plu.2.476b.
2 con molestias βαρουμένης ... τῆς ὑστέρας καὶ δ. ἔχουσης διὰ τὴν ἐπιφορὰν τῆς ὕλης Sor.1.12.18.