μαγειρεία
From LSJ
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
English (LSJ)
ἡ,
A = μαγείρευμα, Cato ap.Fronton.p.223 N.(pl.), Hdn.Epim.19.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰγειρεία: ἡ, = μαγείρευμα, Achmes Ὀνειρ. 242, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. σ. 19.