λινουλκός
From LSJ
English (LSJ)
όν, (ἕλκω)
A of spun flax, χλαῖνα Ion Trag. 40 (λινόκλως cj. Lobeck).
Greek (Liddell-Scott)
λῐνουλκός: -όν, (ἕλκω) ἐκ κεκλωσμένου λίνου κατεσκευασμένος, χλαῖνα Ἴων παρ᾿ Ἀθην. 451D· ἔνθα ὁ Λοβέκ. (Φρύνιχ. 612) προτείνει λινόκλως = λινόκλωστος.